Η πολύπαθη Χρυσομάλλη, χήρα του αγαπημένου μου Δούκα (τη Νκολ) μούλεγε πριν από μέρες για τον Θεόφιλο, τον Τσολιά.
Μια μέρα, λέει, που ζουγράφιζε στο σπίτι της κι ο Δούκας δίπλα του έπινε κι αυτή μπαινόβγαινε φουρκισμένη για τα «καμώματα αυτά» και για άλλα χειρότερα, γυρίζει ο Δούκας μια με τη πιπιγίστικη κουβέντα του που τη «βάρυνε» τώρα και το πιοτό λέγει:
- Βρρρε διαβόλ θιουπάλαβε, τι σχέδιου τφφφφετσσς είνι αυτού πουκάνις;
Και εκείνος χωρίς να γυρίσει να την δει, ξακολουθώντας τον χαβά του πάνω στον τοίχο του απαντά.
- Ε, θα βρεθούν παλαβοί να το γνωρίσουν
Πράγματι λοιπόν, βρέθηκαν οι «παλαβοί» και «γνώρισαν» το πράγμα που παριστάνει το τφετς στην κυνηγετική τοιχογραφία της Χρυσομάλλης και κάθε μέρα μάλιστα πληθαίνουν.
Προχτές, στην ακρογιαλιά της Πέτρας, έγινε η παρακάτω στιχομυθία ανάμεσα στους φίλους Τάκη Ελευθεριάδη και Τώνη Σπητέρη.
- Και του Κατακουζημού (ψυχίατρος στην Αθήνα) είναι καλή … (εννοούσε τη συλλογή από τα έργα του Θεόφιλου).
- Επίσης συμπληρώνει ο κ. Ελευθεριάδης και του Χατζηδήμου, του Νάσου Χατζηδήμου, οδός τάδε
τηλέφωνο τάδε.Κράτησε σημείωση Τώνη. Ψυχίατροες κι αυτός.
- - Περίεργο, λέει ο Σπητέρης, όλο ψυχίατροι!
- Ναι ψυχίατροι και ψυχοπαθείς … συμπληρώνει ο Ελευθεριάδης.
Να τόξερε λοιπόν ο Θεόφιλος πώς ψυχίατροι και «ψυχοπαθείς» θα τον ανακάλυβαν μια μέρα και στα πέρατα της ελληνικής γης και θα αναζητούσαν με συγκίνηση τα «καμώματα του τούτα»;
- Αβάρετος ήταν ο καϋμένος, συνεχίζει η Χρυσομάλλη, αβάρετος και καλοπάταγος, αμ’ δε υποφερόταν η ψείρα του. Η γάζα κι η ψείρα του. Χου κάναν από πάνω του κι όλη την ώρα ψευτοκουνούσε τις πλάτες του να ξυστεί. Οχτώ μέρες τον είχα, σαραντάμερο ήτανε του ’27. Εδιου έτρωγε εδώ κοιμόταν και σαν έφυγε απόμεινε το πάπλωμα που τούχα δώσει. Τι να τόκανα, έβραζε η ψείρα. Τόριξα κι εγώ στο φούρνο και τόκαψα. Το βράδυ σαν σκοτίνιαζε, μάζευε από κάτω τα τενεκεδάκια του και τα βουρτέλια του τα ατύλιγε σ’ ένα κομμάτι τσουβάλι και τάχωνε μέσα στον τρουβά. Εμ. Τι τρουβάς ήταν αυτός και τι τσουβάλι!
- Δεν είχε καμμιά βαλίτσα, τίποτα μπαουλάκι;
Τίποτα, βρε άνθρωπε! Ο τρουβάς ήταν μονάχα. Εσταζε από τη γλίτζα, σαν που έσταζε κι η μάβρη του φουστανέλλα και τα’ άσπρα του τουζλούκια, ο θεός να τα κάνει άσπρα. Τα μάζευε τα σύνεργα του, τάβαζε στον τρουβά και καθόταν πια διπλοπόδι και περίμενε. Περίμενε τον μακαρίτη, να φάνε και να πιούνε. Εστρωνα τον σουφρά, έβαζα το φαϊ απάνου, έβαζα τα κουλάγια και τραβιόμουνα να κοιμηθώ. Δε μπορούσα, δεν υποφερόταν η λέρα και η ψείρα. Ολη νύχτα σαμάτευαν μέσα. Πίνανε και λέγανε. Τι λέγανε ποιος ξέρει. Πρωί, πρωί ήθελε να σηκωθεί, να κάνει έτσι τα μάτια του με την βρεγμένη παλάμη του και να πιάσει δουλειά. Οχτώ μέρες τον είχα, οχτώ μέρες δεν βγήκε όξω. Τον πήγαινα μια καύκα φασκόμηλο, ψωμί και μια χούφτα καπνό και καθόταν πια ώρες μπροστά στον τοίχο και σχεδίαζε. Αβάρετος άνθρωπος. Πολλές φορές τον ξέχανα κι ανέβαινα απάνω να πάρω τίποτα και τον έβλεπα. Κείνος μήτε μεπαιρνε χαμπάρι. Σχεδίαζε σιγά, σιγά σα μωρό που σκαλίζει την άμμο. Σαν τέλειωσε ο Δούκας έβγαλε και τούδωσε τρία κατοστάρικα και τον ρώτησε: Είναι καλά Θεόφιλε; Καλά είναι είπε εκείνος κ’ έφθγε. Πήρε τον τρουβά στον ώμο κ’ έφυγε …
- Ε, τι να πεις Χρυσομάλλη! Να που έκανε και ένα καλό ο μακαρίτης ο Δούκας!
- Εμ. Τι λένε αυτοί οι Αθηναίοι πούρθατι προυχτές; Θα γιν’ τίπουτα μουρέλιμ;
- Κάτι θα γίνει Χρυσομάλλη. Δε βλέπεις που οι «παλαβοί» πήρανε τα’ ανάπλαγα;
Κείμενο του Πάνου Ευαγγελινού - Ταχυδρόμος 11/7/55
Το σεξ ανά τους αιώνες
Πριν από 2 εβδομάδες
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου