Ο ΚΥΡ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: ΕΝΑΣ ΑΥΤΟΔΙΔΑΚΤΟΣ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΗΣ, ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΛΕΣΒΟΥ
Ήταν τόσο μικρό, που χανόταν ανάμεσα στα άλλα ψιλοπράγματα.
Μα για τα παιδικά μου μάτια ήταν τεράστιο.
Θυμάμαι ακόμα τον ενθουσιασμό, όταν το πήρα στα χέρια μου, δώρο χριστουγεννιάτικο, της γιαγιάς.
Πέρασα ξανά έξω από το παντοπωλείο, μπαμπάς πλέον.
Το παράθυρο ίδιο κι απαράλλαχτο.
Μόνο που από μέσα δεν υπήρχαν πλαστικά αυτοκινητάκια, αλλά μπαγλαμαδάκια και ξυλόγλυπτες εικόνες.
Άκουσα δυο – τρεις νότες από μπαγλαμαδάκι, σαν κάλεσμα.
Δρασκέλισα το πέτρινο κατώφλι.
Ο κυρ-Παναγιώτης, καθισμένος σε μια παλιά ψάθινη καρέκλα, κούρντιζε ένα μπαγλαμαδάκι.
Η ματιά μου περιπλανήθηκε στο παλαιό παντοπωλείο.
Τα ράφια στη θέση τους, όπως τα θυμάμαι ακόμα, ο πάγκος με τη ζυγαριά εκεί, μα πουθενά «εδώδιμα και αποικιακά».
Το μαγαζάκι είναι γεμάτο μπαγλαμαδάκια , βιολιά και ξυλόγλυπτες εικόνες.
Και κάθε λογής εργαλείο για κάποιον που δίνει μορφή στο ξύλο.
«Το έκλεισα πια το μπακάλικο. Πενήντα χρόνια το είχα, τώρα είμαι συνταξιούχος», μου λέει ο κυρ-Παναγιώτης.
O κυρ- Παναγιώτης, ο Κουμέλης, έτσι τον ξέρουν όλοι στην Αγία Παρασκευή.
Πιάνουμε κουβέντα.
Εκείνος με το μπαγλαμαδάκι στο χέρι.
Εγώ όρθιος, ν΄αφήνω το βλέμμα να ταξιδεύει ανάμεσα στα ράφια, τα ξύλα που άλλαξαν μορφή και τα άλλα κομμάτια που περιμένουν.
Ανάμεσα σε ξυλόγλυπτες εικόνες, σε βιολιά και δοξάρια, ένα γραμμόφωνο.
Το ανοίγει, το κουρντίζει βάζει και μια πλάκα παλιά…
Σαν να μην πέρασε ο χρόνος από τα αυλάκια της.
«Το πήρα το ΄41. Έδωσα ρεβίθια. Κατοχή τότε…», θυμάται ο κυρ- Παναγιώτης.
Το μπακάλικο το άνοιξε στις 10 Οκτωβρίου του 1950, έχει σημειώσει την ημερομηνία σε ένα τετράδιο.
Εικοσιέξι χρόνων ήταν τότε.
Το δούλεψε μέχρι το 2000.
Πενήντα χρόνια.
«Δίναμε με το τεφτέρι. Όποτε μάζευαν λεφτά οι πελάτες, μας ξεχρέωναν. Θυμάμαι έναν που πούλησε μια αγελάδα για να ξεχρεώσει. Αν πέθαινε κάποιος, δίπλα στο όνομά του στο τεφτέρι, βάζαμε σταυρό. Πόσα τέτοια…»
Το μπακάλικο, σε μια γειτονιά της Αγίας Παρασκευής, στην καρδιά της Λέσβου, δεν το άφησε ποτέ.
Μόλις το έκλεισε, το έκανε εργαστήρι ξυλογλυπτικής.
Αυτοδίδακτος.
Του άρεσε να σκαλίζει ξύλα και σήμερα περνά τις ώρες του δίνοντας μορφή σε κομμάτια καρυδιάς, φλαμουριάς και μουριάς.
Φτιάχνει ξυλόγλυπτες εικόνες, σε άλλες σκαλίζει τη μορφή των γονιών του, σε άλλες αγίους.
Μα το μεράκι του ήταν τα μπαγκλαμαδάκια και τα βιολιά.
Δεν ήξερε από μουσική.
Σκαλίζοντας το ξύλο, βρήκε το δρόμο για τις νότες.
«Η μουσική ημερεύει τον άνθρωπο. Γράμματα δε μάθαμε, ήταν άλλα τα χρόνια», μου λέει.
Αποκούμπι τώρα, στη δύση της ζωής, τα εργαλεία του.
Κι αυτά τα έχει φτιάξει μοναχός του.
Τίποτα έτοιμο.
Λογής λογής εργαλεία, που η ανάγκη του υπαγόρευσε να τα φτιάξει έτσι, κι όχι αλλιώς.
Η ανάγκη να δίνει μορφή στο ξύλο.
Η ανάγκη να βρίσκεται στο μαγαζί του.
«Εδώ γεράσαμε, καλό είναι να πεθάνουμε εδώ», μου λέει.
Φώναξα την Ειρήνη, να δει τα χέρια του να σκαλίζουν το ξύλο, να δει πως γίνεται ένα μπαγλαμαδάκι, να το ακούσει να σκορπίζει τις νότες.
Την κέρασε πεπονάκι, από το μπαξεδάκι του.
Και της χάρισε ένα μπαγλαμαδάκι.
Στάθηκε καμαρωτός, κάτω από την κληματαριά, στο κεφαλόσκαλο του μαγαζιού να τον φωτογραφήσω μαζί με την Ειρήνη.
Ο κυρ-Παναγιώτης είχε ιστορίες πολλές να μου πει, μα χτύπησε το τηλέφωνο. Οι φίλοι του τον καλούσαν για ουζάκι.
Με χαιρέτισε ευγενικά, σφάλισε την ξύλινη πόρτα, έκλεισε και τα παραθυρόφυλλα κι ευχήθηκε νάμαστε και του χρόνου καλά, να τα πούμε.
Κείμενο - Φωτογραφίες: Χρίστος Καλουντζόγλου
1 σχόλια:
τελειο
Δημοσίευση σχολίου