Ξεκινάμε από 3 δημοσιεύματά του
ΕΚ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ
Σήμερα πάλι αγόρασα μιάς δραχμής κάστανα ψημένα και κάθισα να τα φάγω. Τα βλογημένα, έχουν αλάθευτη καταπραϋντική ενέργεια πάνω στο "άλγος πείνης" που τώρα τελευταία με τυρρανεί και τη δουλειά αυτή την κάνω κάθε απόγευμα ας είμαι και φαρμακοποιός.
Την ώρα πού τάτρωγα όξω άπονα καφενέ, ήρτε και κάθισε δίπλα μου ένας φίλος χωριανός. Νόμισα πώς ήρτε για τα κάστανα, πού είναι και το πιθανότερο και τούδωσα ένα να τελειώνω. Το ροκάνισε κι' ακουστέ τί άρχισε να μου λέη:
— Το πίστευες για τον κυρ Γιάννη τον Αμερικάνο ; Εψες αργά καθόταν άπόξω απ' το φούρνο του Κατάμονου. Σε λίγο πέρασε ό τάδε. Ό κυρ Γιάννης τον σταμάτησε καί του γύρεψε λίγο ψωμί. Αυτός τούπε πώς δεν ζημώνει και πώς αγοράζει ψωμί από το φούρνο. Του ζήτησε τότες να του πάρη μια δραχμή ψωμί. Ό άλλος δεν απάντησε και τράβηξε.
"Ακουσε ο φούρναρης από μέσα, τον φώναξε καί τούδωσε κάτι ξεροκόμματα.
Κοίταζα καλά - καλά τούτον τον μυστήριο όση ώρα μούλεγε ολ' αυτά τα περίεργα. Δεν ήταν δυνατό να τα πιστέψω και τον έβαλα να μου τα ξαναπή απ' την αρχή. Ύστερα τον ρώτησα αν το είδε ό ίδιος ή τάκουσε άπ' άλλον. Όρκίστηκε πώς παρακολούθησε ό ίδιος τη σκηνή. Πάλι δεν πίστεψα και σηκώθηκα και πήγα στο φούρναρη. Μούπε τούτος τα 'ίδια ακριβώς.
— Άμ' είναι πολύς καιρός τώρα. Τις προάλλες ένας χωροφύλακας του πήρε ένα ψωμί κι' ένα πακετάκι τσιγάρα.
"Αστα, πολύ ύποφέρνει ό καϋμένος. Και δε λέει σε κανένα τίποτα. Μοναχά σαν τον κόψει για καλά ή πείνα. Τότες τη νύχτα, σε κανένα γνωστό...
Ζεροκατάπια ένα κάστανο αμάσητο, μούρθε βήχας και βγήκα άπ' το φοΰρνο' ανηφόριζα κατά το φαρμακείο, έβηχα καί σκεβόμουνα. Πήγαινα να το γυρίσω στη φιλολογία : «Βουβά δράματα», «έντιμος πενία», κάτι τέτια.
"Εφερνα μπροστά μου τον κυρ Γιάννη, όπως τον έβλεπα τώρα τελευταία, με το λιγδιασμένο ρεπούμπλικο χωμένο ίσαμε τ' αφτιά, τον άποστεωμένο, τον αμίλητο, μ' ένα κοστούμι όλο καλοραμμένα μπαλώματα. Και κείνον τον προπολεμικό με το ένα εκατομμύριο καταθέσεις στην Τράπεζα Τον καϋμένο !
Με πήρε το παράπονο και πήγαινα να βουρκώσω. Και Θυμήθηκα κάτι τέτιο, φχιαχτό όμως, πού είδα μια φορά σ' έναν κινηματογράφο της Αθήνας. Τον κυρ Γιάννη τον «έκανε» κείνος ό μεγάλος Γερμανός ηθοποιός, ό Γιάνιγκς- Τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι στην πλατεία καί στα θεωρεία. Μάλιστα θυμάμαι, σ' ένα θεωρείο δίπλα μας καθότανε κι' ό Παπαναστάσης με το μαντήλι συνέχεια στα μάτια. "Ητανε θέατρο όμως αυτό και σαν βγήκαμε στέγνωσαν τα δάκρυα μας και παρηγορηθήκαμε. Με τον κυρ Γιάννη όμως πούναι ανάμεσα μας αμίλητος και πεινασμένος ;
ΖΩΝΤΑΝΑ ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΑ
Τις προάλλες ένας μικρός, θρονιασμένος μπροστά σ' ένα τραπεζάκι μάζευε εισφορές. 'Ηταν δεν ήταν δέκα χρονών κ' είχε μεγάλα ζωηρά μάτια.
Τις εισφορές τις μάζευε τη μέρα του "Αη Νικόλα στο παραθαλάσσιο εκκλησάκι του χωρίου, το αναρριχημένο στο βορεινό έμπα του λιμανιού του.
Τους πιστούς όμως, προτού να φτάσουν στον μικρό, τους παραλάβαιναν πεντέξη νταβραντισμένα κοριτσόπουλα, εφοδιασμένα με τα γνωστά ένσταυρα χαρτονάκια και την περιποιημένη κούτα εν είδει κουμπαρά.
— Και του χρόνου, βοήθεια σας !
Κι' έτσι οι δουλειές του μικρού δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Τούτα μάλιστα τα διαβολοθήλυκα τον είχαν στριμώξει μέσα, στην πλακόστρωτη αυλή της έκκλησούλας κι' αυτά είχαν πιάσει τα πόστα άπ' όξω, στον ανηφορικό δρόμο.
Παρ' ολ' αυτά, ό φίλος καθόταν του κάλου καιρού —είχε λιακάδα— με μολύβι, με χαρτί καί μ' ένα δίσκο μπροστά του αδειανό.
— Τί κάνεις εσύ εδώ ;
— Γράψω πεθαμένα και ζωντανά.
— Και πόσο έχει ή γραφιά ;
— "Ο,τι έχετε ευχαρίστηση.
Κι' έγραψε ό μικρός κι' άστραψε και μια δραχμούλα στον καλογιαλισμένο δίσκο. Καθήκον κι' εύχαρίστηση μαζί.
— Αρχή κάνεις τώρα, σεφτέ ;
— Έμ' δε βλέπεις αυτές όπ' όξω ; Αρμέγουν τον κόσμο καί δεν περισεύει τίποτα για δω. Δε μ' αφήνουν κι' όλας να κάτσω όξω μαζί τους, με διώξαν.
"Ωστε έτσι λοιπόν. Κι' εδώ το δίκηο του ισχυρότερου.
Δεν τον ένοιαζε όμως καθόλου κ' ήταν κεφάτος και φλύαρος και πότε - πότε χτυπούσε με το μολύβι του τον άδειανό δίσκο.
— Ζωντανά και πεθαμένα ελάτε κι' από μένα.
Βρε τον μπαγάσα και να σ' άκουγε ό πατέρας σου ό παπάς !
Οι χριστιανοί λοιπόν περνούσαν «αρμεγμένοι», τον άκουγαν μα δεν «τούδιναν γιακά».
Σιγά - σιγά τ' άκρατο ξωκλήσι γέμισε μέσα κί' όξω και τ' αμόλυντο άσπρο του πατσαλιάστηκε μ' όλων των ειδών τους γυναικείους χρωματισμούς. Τα παντοειδή άρώματα των θρήσκων γυναικών μπερδεύτηκαν με το λιβάνι και την πελαγίσια μυρουδιά.
Σέ μια στιγμή ό μικρός, απελπισμένος ίσως άπ' την απογοητευτική γκίνια, βρέθηκε σκαλωμένος σε μια πεζούλα της αυλής κι' άρχισε άπόνα τετράδιο νά άπαγγέλνη φωναχτά. "Εγινε κάποια σύγχιση, του άρπαξαν το τετράδιο, τον άρπαξαν κι' αυτόν και τον ξανακάθησαν στο τραπεζάκι του μπροστά. "Εσφιξε τα χείλια του και πια δεν έβγαλε μιλιά.
Το τετράδιο ήταν γεμάτο τραγούδια, καθαρογραμμένα -καλλιγραμμένα, όλων των ειδών. Πατριωτικά, επικά, σατιρικά, συναισθηματικά.
— Εσύ τάγραφες αυτά ;
— Εγώ.
— Και τούτο; Τις αδελφές;
— Κι αυτό.
— Για πες το από δω, πες το άπ' έξω να δούμε!
Κι άρχισε ό μικρός πολύ σιγά, «εν στενώ», ρίχνοντας ξαναχτισμένες ματιές κατά το συγχισμένο ακόμα εκκλησίασμα.
Πως να τ/ς ευχαριστήσω,
πού με κάνουν ευτυχή να ζήσω!
Κι' εγώ όμως γι' αυτές τί πλάθω,
όταν άπ' το στρατό μου θάρθω!
Έλεονώρα είναι οι αδελφές μου και Γιαννούλα,
Μα το Θεό μου εγώ γι' αυτές τις δυο τα δίνω ούλα.
"Εχω και τον Στέλιο μας κι' αυτόν τον αγαπώ,
όχι όμως τόσο όσο αυτές τις δυο.
Καί να μην τον αφήσουν οί ευσεβέστατες έκκλησιαζόμενες να τα πή ! Λέτε πια να πειράζονταν τόσο πολύ ό θυμώδης Θαλασσινός Θεός ;
ΕΚΛΟΓΙΚΑ
Που να το φανταστή κανείς πώς υπήρχαν τόσο πολλοί κι' αποδοτικοί τρόποι για να διεξαχθούν τόσο καλές, αδιάβλητες και συμφέρουσες εκλογές, όπως της προπερασμένης Κυριακής !
Καθημερινά οι εφημερίδες της Αθήνας πλουτίζουν τις γνώσεις των απανταχού Ελλήνων, φιλελλήνων και μισελλήνων, με τους ωραίους τρόπους πού χρησιμοποιήθηκαν σ' αυτές, για την επικράτηση των εθνικών Ιδεωδών και για να μη τυχόν πάη καμιά ψήφος προς όφελος της προδοτικής «αριστεράς» — πήραν τα σκάγια και τον ταλαίπωρο Τσαλδάρη — και προς ζημίαν της τόσον εθνικώς αγωνιζομένης Δεξιάς.
Φαίνεται δμως πώς υστέρα από τη βία, — πάντοτε κατά τις εφημερίδες — τη φοβία, την «έκφοβία», όπως λέγει και ο φίλος μου ό Μαλλιαρός, τις Αύστράλιες, τους φακέλους, τα δολλάρια, τα δέματα και τίς τσατσάρες πού μας στέλνουνε και θα μας στέλνουν οι φίλοι μας οι Άμερικάνοι, φαίνεται πώς «έπιασε» κατά ένα ποσοστό και ή μέθοδος του «τροπαρίου της κλάψας».
"Ακουσα την παρακάτω στιχομυθία την παραμονή των εκλογών.
— Ρίξτο μωρέ, γιο χατήρι μου ! Πόσ' παράδες κάνει ένας ψήφος !
Και τώριξε ό μπλοκαρισμένος από τόσα και τέτια δεινά και εθνικούς κινδύνους, ψηφοφόρος, τώριξε όμως «τίμια»| και «παστρικά» : Χερόγραφο και τακτοποιημένο μ' όλους τους κανόνες της Όρθογραφίας, του Συνταχτικού καί τής Καλλιγραφιας. Εδώ το βήτα μικρό και το όμικρον άνορθοραφημένο, εκεί το Παναγιώτης καλλιγραφικό και με «ανθάκια» διακλαδισμένο, άλλου το Δημήτριος Δήμητρας, κι' άλλου ό σταυρός κίτρινος, κόκκινος, πράσινος και ... μαλαμοκαπνισμένος. Από πού να γλυτώση ό δόλιος μάστρο - όποιος ήταν αυτός ό ψηφοφόρος!
Καλά τάλεγε λοιπόν κι' ένα «στυφό παλληκαράκι», ένζηλος ψηφοθήρας κι' ανιδιοτελής φρουρός της ζωής, της τιμής και της περιουσίας όλων ημών.
— Δε ντρεπόμαστε λέγω γώ ! Που είδαν μωρέ τις νοθείες, τις φοβέρες και τους εκβιασμούς ; Σούπε κανένας έσένα — κι' αποτείνεται σ' έτερον «άκραιφναίο» — ρίξε το ψηφοδέλτιο αυτό καί μη ρίξεις εκείνο, ή ρίξτο φανερά ; Τώρα τη φάγαν, άντε έβίβα, στ' άλλα με καλό.
"Ετσι μπράβο ! Έβίβα το λοιπόν και σ' άλλα με καλό.
16)3)56
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου