Σοβαρά και γελοία (1)

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010 ·

"Φάγαμε" τον τόπο να βρούμε τα δυο βιβλία που έχει γράψει ο Πάνος Ευαγγελινός, με τίτλο "Σοβαρά και γελοία". Τελικά -ας είναι καλά το Ιντερνέτ- τα βρήκαμε σε ένα παλαιοπωλείο. Ετσι λοιπόν θα δημοσιεύουμε περιστασιακά τα χρονογραφήματα που έχει γράψει ο χωριανός μας σε τοπικές εφημερίδες της Μυτιλήνης και τα κυκλοφόρησε σε βιβλία. Μέσα από τα σύντομα πονήματά του μας δίνει το "χρώμα" και το "άρωμα της εποχής. (Κρατήσαμε την ορθογραφία και το συντακτικό της εποχής, φυσικά).

Ξεκινάμε από 3 δημοσιεύματά του

ΕΚ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ

Σήμερα πάλι αγόρασα μιάς δραχμής κάστανα ψημένα και κάθισα να τα φάγω. Τα βλογημένα, έχουν αλάθευτη καταπραϋντική ενέργεια πάνω στο "άλγος πείνης" που τώρα τελευταία με τυρρανεί και τη δουλειά αυτή την κάνω κάθε απόγευμα ας είμαι και φαρμακοποιός.

Την ώρα πού τάτρωγα όξω άπονα καφενέ, ήρτε και κάθισε δίπλα μου ένας φίλος χωριανός. Νόμισα πώς ήρτε για τα κάστανα, πού είναι και το πιθανότερο και τούδωσα ένα να τελειώνω. Το ροκάνισε κι' ακουστέ τί άρχισε να μου λέη:

— Το πίστευες για τον κυρ Γιάννη τον Αμερικάνο ; Εψες αργά καθόταν άπόξω απ' το φούρνο του Κατάμονου. Σε λίγο πέρασε ό τάδε. Ό κυρ Γιάννης τον σταμάτησε καί του γύρεψε λίγο ψωμί. Αυτός τούπε πώς δεν ζημώνει και πώς αγοράζει ψωμί από το φούρνο. Του ζήτησε τότες να του πάρη μια δραχμή ψωμί. Ό άλλος δεν απάντησε και τράβηξε.
"Ακουσε ο φούρναρης από μέσα, τον φώναξε καί τούδωσε κάτι ξεροκόμματα.

Κοίταζα καλά - καλά τούτον τον μυστήριο όση ώρα μούλεγε ολ' αυτά τα περίεργα.  Δεν ήταν δυνατό να τα πιστέψω και τον έβαλα να μου τα ξαναπή απ' την αρχή. Ύστερα τον ρώτησα αν το είδε ό ίδιος ή τάκουσε άπ' άλλον. Όρκίστηκε πώς παρακολούθησε ό ίδιος τη σκηνή. Πάλι δεν πίστεψα και σηκώθηκα και πήγα στο φούρναρη. Μούπε τούτος τα 'ίδια ακριβώς.

— Άμ' είναι πολύς καιρός τώρα. Τις προάλλες ένας χωροφύλακας του πήρε ένα ψωμί κι' ένα πακετάκι τσιγάρα.
"Αστα, πολύ ύποφέρνει ό καϋμένος. Και δε λέει σε κανένα τίποτα. Μοναχά σαν τον κόψει για καλά ή πείνα. Τότες τη νύχτα, σε κανένα γνωστό...

Ζεροκατάπια ένα κάστανο αμάσητο, μούρθε βήχας και βγήκα άπ' το φοΰρνο' ανηφόριζα κατά το φαρμακείο, έβηχα καί σκεβόμουνα. Πήγαινα να το γυρίσω στη φιλολογία : «Βουβά δράματα», «έντιμος πενία», κάτι τέτια.

"Εφερνα μπροστά μου τον κυρ Γιάννη, όπως τον έβλεπα τώρα τελευταία, με το λιγδιασμένο ρεπούμπλικο χωμένο ίσαμε τ' αφτιά, τον άποστεωμένο, τον αμίλητο, μ' ένα κοστούμι όλο καλοραμμένα μπαλώματα. Και κείνον τον προπολεμικό με το ένα εκατομμύριο καταθέσεις στην Τράπεζα Τον καϋμένο !

Με πήρε το παράπονο και πήγαινα να βουρκώσω. Και Θυμήθηκα κάτι τέτιο, φχιαχτό όμως, πού είδα μια φορά σ' έναν κινηματογράφο της Αθήνας. Τον κυρ Γιάννη τον «έκανε» κείνος ό μεγάλος Γερμανός ηθοποιός, ό Γιάνιγκς- Τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι στην πλατεία καί στα θεωρεία. Μάλιστα θυμάμαι, σ' ένα θεωρείο δίπλα μας καθότανε κι' ό Παπαναστάσης με το μαντήλι συνέχεια στα μάτια. "Ητανε θέατρο όμως αυτό και σαν βγήκαμε στέγνωσαν τα δάκρυα μας και παρηγορηθήκαμε. Με τον κυρ Γιάννη όμως πούναι ανάμεσα μας αμίλητος και πεινασμένος ;

ΖΩΝΤΑΝΑ ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΑ

Τις προάλλες ένας μικρός, θρονιασμένος μπροστά σ' ένα τραπεζάκι μάζευε εισφορές. 'Ηταν δεν ήταν δέκα χρονών κ' είχε μεγάλα ζωηρά μάτια.
Τις εισφορές τις μάζευε τη μέρα του "Αη Νικόλα στο παραθαλάσσιο εκκλησάκι του χωρίου, το αναρριχημένο στο βορεινό έμπα του λιμανιού του.
Τους πιστούς όμως, προτού να φτάσουν στον μικρό, τους παραλάβαιναν πεντέξη νταβραντισμένα κοριτσόπουλα, εφοδιασμένα με τα γνωστά ένσταυρα χαρτονάκια και την περιποιημένη κούτα εν είδει κουμπαρά.

— Και του χρόνου, βοήθεια σας !

Κι' έτσι οι δουλειές του μικρού δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Τούτα μάλιστα τα διαβολοθήλυκα τον είχαν στριμώξει μέσα, στην πλακόστρωτη αυλή της έκκλησούλας κι' αυτά είχαν πιάσει τα πόστα άπ' όξω, στον ανηφορικό δρόμο.
Παρ' ολ' αυτά, ό φίλος καθόταν του κάλου καιρού —είχε λιακάδα— με μολύβι, με χαρτί καί μ' ένα δίσκο μπροστά του αδειανό.

— Τί κάνεις εσύ εδώ ;

— Γράψω πεθαμένα και ζωντανά.

— Και πόσο έχει ή γραφιά ;

— "Ο,τι έχετε ευχαρίστηση.

Κι' έγραψε ό μικρός κι' άστραψε και μια δραχμούλα στον καλογιαλισμένο δίσκο. Καθήκον κι' εύχαρίστηση μαζί.

— Αρχή κάνεις τώρα, σεφτέ ;

— Έμ' δε βλέπεις αυτές όπ' όξω ; Αρμέγουν τον κόσμο καί δεν περισεύει τίποτα για δω. Δε μ' αφήνουν κι' όλας να κάτσω όξω μαζί τους, με διώξαν.
"Ωστε έτσι λοιπόν. Κι' εδώ το δίκηο του ισχυρότερου.

Δεν τον ένοιαζε όμως καθόλου κ' ήταν κεφάτος και φλύαρος και πότε - πότε χτυπούσε με το μολύβι του τον άδειανό δίσκο.
— Ζωντανά και πεθαμένα ελάτε κι' από μένα.

Βρε τον μπαγάσα και να σ' άκουγε ό πατέρας σου ό παπάς !

Οι χριστιανοί λοιπόν περνούσαν «αρμεγμένοι», τον άκουγαν μα δεν «τούδιναν γιακά».

Σιγά - σιγά τ' άκρατο ξωκλήσι γέμισε μέσα κί' όξω και τ' αμόλυντο άσπρο του πατσαλιάστηκε μ' όλων των ειδών τους γυναικείους χρωματισμούς. Τα παντοειδή άρώματα των θρήσκων γυναικών μπερδεύτηκαν με το λιβάνι και την πελαγίσια μυρουδιά.

Σέ μια στιγμή ό μικρός, απελπισμένος ίσως άπ' την απογοητευτική γκίνια, βρέθηκε σκαλωμένος σε μια πεζούλα της αυλής κι' άρχισε άπόνα τετράδιο νά άπαγγέλνη φωναχτά. "Εγινε κάποια σύγχιση, του άρπαξαν το τετράδιο, τον άρπαξαν κι' αυτόν και τον ξανακάθησαν στο τραπεζάκι του μπροστά. "Εσφιξε τα χείλια του και πια δεν έβγαλε μιλιά.

Το τετράδιο ήταν γεμάτο τραγούδια, καθαρογραμμένα -καλλιγραμμένα, όλων των ειδών. Πατριωτικά, επικά, σατιρικά, συναισθηματικά.

— Εσύ τάγραφες αυτά ;
— Εγώ.
— Και τούτο; Τις αδελφές;
— Κι αυτό.
— Για πες το από δω, πες το άπ' έξω να δούμε!


Κι άρχισε ό μικρός πολύ σιγά, «εν στενώ», ρίχνοντας ξαναχτισμένες ματιές κατά το συγχισμένο ακόμα εκκλησίασμα.

Πως να τ/ς ευχαριστήσω,
πού με κάνουν ευτυχή να ζήσω!
Κι' εγώ όμως γι' αυτές τί πλάθω,
όταν άπ' το στρατό μου θάρθω!
Έλεονώρα είναι οι αδελφές μου και Γιαννούλα,
Μα το Θεό μου εγώ γι' αυτές τις δυο τα δίνω ούλα.
"Εχω και τον Στέλιο μας κι' αυτόν τον αγαπώ,
όχι όμως τόσο όσο αυτές τις δυο.

Καί να μην τον αφήσουν οί ευσεβέστατες έκκλησιαζόμενες να τα πή ! Λέτε πια να πειράζονταν τόσο πολύ ό θυμώδης Θαλασσινός Θεός ;

ΕΚΛΟΓΙΚΑ

Που να το φανταστή κανείς πώς υπήρχαν τόσο πολλοί κι' αποδοτικοί τρόποι για να διεξαχθούν τόσο καλές, αδιάβλητες και συμφέρουσες εκλογές, όπως της προπερασμένης Κυριακής !

Καθημερινά οι εφημερίδες της Αθήνας πλουτίζουν τις γνώσεις των απανταχού Ελλήνων, φιλελλήνων και μισελλήνων, με τους ωραίους τρόπους πού χρησιμοποιήθηκαν σ' αυτές, για την επικράτηση των εθνικών Ιδεωδών και για να μη τυχόν πάη καμιά ψήφος προς όφελος της προδοτικής «αριστεράς» — πήραν τα σκάγια και τον ταλαίπωρο Τσαλδάρη — και προς ζημίαν της τόσον εθνικώς αγωνιζομένης Δεξιάς.

Φαίνεται δμως πώς υστέρα από τη βία, — πάντοτε κατά τις εφημερίδες — τη φοβία, την «έκφοβία», όπως λέγει και ο φίλος μου ό Μαλλιαρός, τις Αύστράλιες, τους φακέλους, τα δολλάρια, τα δέματα και τίς τσατσάρες πού μας στέλνουνε και θα μας στέλνουν οι φίλοι μας οι Άμερικάνοι, φαίνεται πώς «έπιασε» κατά ένα ποσοστό και ή μέθοδος του «τροπαρίου της κλάψας».

"Ακουσα την παρακάτω στιχομυθία την παραμονή των εκλογών.

— Ρίξτο μωρέ, γιο χατήρι μου ! Πόσ' παράδες κάνει ένας ψήφος !

Και τώριξε ό μπλοκαρισμένος από τόσα και τέτια δεινά και εθνικούς κινδύνους, ψηφοφόρος, τώριξε όμως «τίμια»| και «παστρικά» : Χερόγραφο και τακτοποιημένο μ' όλους τους κανόνες της Όρθογραφίας, του Συνταχτικού καί τής Καλλιγραφιας. Εδώ το βήτα μικρό και το όμικρον άνορθοραφημένο, εκεί το Παναγιώτης καλλιγραφικό και με «ανθάκια» διακλαδισμένο, άλλου το Δημήτριος Δήμητρας, κι' άλλου ό σταυρός κίτρινος, κόκκινος, πράσινος και ... μαλαμοκαπνισμένος. Από πού να γλυτώση ό δόλιος μάστρο - όποιος ήταν αυτός ό ψηφοφόρος!

Καλά τάλεγε λοιπόν κι' ένα «στυφό παλληκαράκι», ένζηλος ψηφοθήρας κι' ανιδιοτελής φρουρός της ζωής, της τιμής και της περιουσίας όλων ημών.

— Δε ντρεπόμαστε λέγω γώ ! Που είδαν μωρέ τις νοθείες, τις φοβέρες και τους εκβιασμούς ; Σούπε κανένας έσένα — κι' αποτείνεται σ' έτερον «άκραιφναίο» — ρίξε το ψηφοδέλτιο αυτό καί μη ρίξεις εκείνο, ή ρίξτο φανερά ; Τώρα τη φάγαν, άντε έβίβα, στ' άλλα με καλό.

"Ετσι μπράβο ! Έβίβα το λοιπόν και σ' άλλα με καλό.

16)3)56

Η ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου


ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ

Η Αγία Παρασκευή βρίσκεται στο κέντρο περίπου της Λέσβου, έχοντας το πλεονέκτημα ενός ικανοποιητικού οδικού δικτύου. Αυτό απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από τρεις δρόμους. Ο ένας από αυτούς, ο κύριος, είναι παρακλάδι της Εθνικής Οδού Μυτιλήνης-Σιγρίου. Ο δεύτερος είναι παρακλάδι του δρόμου Καλλονής-Πέτρας, και ο τρίτος του δρόμου Μυτιλήνης-Μανταμάδου. Απέχει τέσσερα χιλιόμετρα από την πλησιέστερη ακτή, τον Κόλπο Καλλονής.

Το χωριό είναι χτισμένο σε λεκανοπέδιο, που περιβάλλεται από χαμηλά βουνά φυτεμένα με ελιές, και μικρούς γυμνούς λόφους. Το σύνολο σχεδόν του οικισμού αποτελείται από αγροτικά και αστικά σπίτια χτισμένα με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Λέσβου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το κτήριο των Εκπαιδευτηρίων, το Δημαρχείο και η Εκκλησία. Στην είσοδο του χωριού υπάρχουν παλιά βιομηχανικά κτήρια, κυρίως ελαιοτριβεία. Ένα από αυτά έχει αναπαλαιωθεί και στεγάζει πρότυπο βιομηχανικό μουσείο, το Μουσείο της Ελιάς.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΜΑΣ

Το πανηγύρι του Ταύρου

Το πανηγύρι του Ταύρου είναι το σημαντικότερο λαϊκό δρώμενο της κοινότητας Αγίας Παρασκευής Λέσβου και συνδυάζει ποικιλία εκδηλώσεων που διαπλέκονται γύρω από το τελετουργικό της ταυροθυσίας. Το πανάρχαιο αυτό έθιμο αναβίωσε στις αρχές του περασμένου αιώνα και καθιερώθηκε σαν ευλαβική προσφορά μνήμης στον Άγιο Χαράλαμπο, τον προστάτη του Ισναφιού (συντεχνία) των Ζευγάδων.

Το Ισνάφι, που ιδρύθηκε το 1774 γι αν προασπίσει τα συμφέροντα των αγροτών της κοινότητας που περισσότεροι ήταν ζευγάδες, υπήρξε το πρώτο σωματείο στην Αγία Παρασκευή. Όπως αναφέρει η λαϊκή παράδοση, το πανηγύρι τιμά τον Άγιο που στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας έσωσε έναν Αγιοπαρασκευώτη ζευγά, τον Μαλομύτη, που είχε χάσει το ταυρί του στη περιοχή του ξωκλησιού του Αγίου, από τα χέρια του τούρκου λήσταρχου της περιοχής.
Το πανηγύρι καθιερώθηκε να γίνεται χωρίς διακοπή από το Ισνάφι και τα έσοδα του να διατίθενται για το κοινό όφελος των κατοίκων.

Μαζί με τη προσφορά θυσίας του ταύρου (κουρμπάνι) και την λειτουργία στο ξωκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους διεξάγονται ιππικοί αγώνες, και μοιράζεται το κεσκέτσι, το κρέας του ταύρου που βράζει με κρεμμύδια και στάρι σε μεγάλα καζάνι κατά τη διάρκεια της νύχτας, έξω απ’ το ξωκλήσι.

Στις πολυήμερες εκδηλώσεις που γίνονται από Παρασκευή έως και Δευτέρα, στα μέσα Ιουνίου συνήθως, σημαντική θέση κατέχουν οι χοροί και τα τραγούδια καθώς και οι λαϊκές κομπανίες που παίζουν Λεσβιακούς Αγιοπαρασκευώτικους και Μικρασιατικούς σκοπούς.

Το πανηγύρι του Ταύρου που συμπίπτει χρονικά με το μέστωμα της Άνοιξης και την προετοιμασία των αγροτικών εργασιών του θερισμού είναι από τα πιο ενδιαφέροντα τεκμήρια επιβίωσης παγανιστικών λατρευτικών εθίμων και του συνδυασμού τους με τις χριστιανικές λαϊκές παραδόσεις.
Το πανηγύρι του Ταύρου είναι στενά συνυφασμένο με την ζωή και την ιστορία των κατοίκων της Αγίας Παρασκευής.
Αποτελεί το σημαντικότερο κοινωνικό γεγονός του χωριού και είναι αφορμή συνάντησης και επιστροφής στην πατρίδα των απανταχού Αγιοπαρασκευωτών.

Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΟ F/B

ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ


Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς;
Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ' όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι' αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους.

Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε.

Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιατους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ; ...

...Αυτοί που πούλησαν τις γυναίκες και τις αδελφές στον κατακτητή, για να κάνουν τα νταραβέρια μαζί του, και μας σκλάβωσαν διπλά, αυτοί πάνε τώρα να μας πείσουν ότι είναι οι κέρβεροι της τιμής και της ηθικής! Μ' αυτά τα μέσα προσπαθούν να εξαπατήσουν το λαό για να συνεχίσουν το ξεζούμισμα και την εκμετάλλευσή του. Και πολλές φορές το καταφέρνουν αυτό και μας πείθουν μάλιστα ότι έτσι είναι όπως τα λένε»...

-Από τον ιστορικό λόγο του Αρη Βελουχιώτη στην Λαμία

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Α.Ο ΔΙΑΓΟΡΑΣ

Α.Ο ΔΙΑΓΟΡΑΣ

ΤΑ ΒΙΝΤΕΟ ΜΟΥ