ΤΑ «ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙΑ»
Σήμερα θ' ασχοληθούμε με τη χαρτοπαιξία και μάλιστα με τη πρέφα πού, καθώς είναι γνωστό δεν είναι μια, αλλά πολλών ειδών : Ή απλή, ή μικρή ρωσσικιά κι' ή κλωμιδιώτισσα.
Χτες το λοιπόν, τρείς νεαροί παίζανε τη μεγάλη, «σόλον» κάσα, «σόλον» καπίκια κ.τ.λ.
Πήγα και τους έριξα μια ματιά — έχει γούστο ή πρέφα κι' έχει περισσότερο γούστο σαν την παίζουν νεαροί — κ' είδα τον έναν απ' αυτούς σε κακά χάλια. Καταχρεωμένο, με μεγάλη κάσα και γκίνιες φοβερές.
— Κλάφτα Χαράλαμπε ! Δεν είσαι καλά. Σ' άρπάξανε γερά βλέπω.
Ό Χαράλαμπος με κοίταξε με απορία αλλά καί με πεποίθηση καί μούπε το έξης καταπληχτικό : Υπάρχουν και τα «στρατιωτικά αποτελέσματα», μη στενοχωριέσαι !
Ό Χαράλαμπος μήτε της «πολιτικής» ήταν, μήτε καλαμπουρίστας κι' ως εκ τούτου ξανάσκυψα στην πλάκα να κατατοπιστώ καλλίτερα. Καί δεν έπεφτα όξω. Τριανταδύο κάσα στην καμπούρα του καί χρέος σε καπίκια άφθονο. Κι' από «χαρτί» όση ώρα είχα σταθεί, χάλια.
— Τί στρατιωτικά καί ξεστρατιωτικά βρε ταλαίπωρε !
θα σε φάνε και τη κάσα καί...
Στάθηκα λοιπόν να παρακολουθήσω το παιχνίδι, να δω καί τ' αποτελέσματα, τα «στρατιωτικά» όπως δήλωσε ό Χαράλαμπος.
Καί πράγματι, όσο περνούσε ή ώρα τα πράματα άρχισαν να παίρνουν τροπή. Με κάτι «σόλον» κούπες πού έκανέ ό δεύτερος, με κάτι άσσους του Χαράλαμπου — ξέρετε τη πρέφα νά μήν κάθουμαι καί τα λέγω ένα ένα ;—άστραψε μια αμυδρή ελπίδα στα μάτια του Χαράλαμπου καί γύρισε καί με κοίταξε με σημασία.
— Δε «κόβουν δίψα» αυτά, του λέγω. Άδιαφόρετα !
Το παιχνίδι συνεχίζονταν κι' ή κατάσταση όλο και καλλιτέρευε προς όφελος του.
Σέ μια στιγμή, κείνος με τις κούπες δήλωσε «μιζέρια». Ό Χαράλαμπος ταλαντεύτηκε μεταξύ «όχτάρας» καί «δεκτής» κι' εν τέλει έκανε υποχώρηση.
— Δεκτή είπε. Δεκτή κι' ό τρίτος. Ή «μιζέρια» «έπιασε» τρείς φορές κι' ό λεγόμενος έβαλε τριάντα κάσα κι' άπό έκατοπενήντα καπίκια στους δυο άλλους. Γύρω ή γαλαρία σχολίαζε ζωηρό τα καθέκαστα, έκτος άπό μένα καί τον παθόντα πού είχε πια μπουνταλαδιάνει. Άτζαμωσύνες πολλές
καί πάει λέγοντας.
— Τούτα ήταν της Πιερίας, δηλώνει ό Χαράλαμπος.
Σέ λίγο θα ρβούνε κι' αλλά.
— "Ελα βρε, άσε τις σαχλαμάρες, τον άντίσκοψε ό παθών.
Δεν ήταν όμως καθόλου σαχλαμάρες, γιατί, πότε με κάτι «όχτάρες», πότε με κάτι «φιρφιφίκια», με κάτι τσίκι οπό δω, με κάτι τσίκι άπό κει, καβατζέρνει ό Χαράλαμπος, σβύνει τις κάσες των άλλων δυο καί βγαίνει λάδι κι' απανω-γότερος.
Το φανταζόσαστε αυτό ; Τα «στρατιωτικά», όπως τά 'πε, του Χαράλαμπου να φέρουν τέτια τροπή στην κατάσταση ;
27)3)56
ΑFTERNOON ΤΕΑ
Χτες το άπόγεμα δεν ήξερα, όπως συνήθως, τι να κάνω. "Εβγαινα άπ' το φαρμακείο, έμπαινα στον καφενέ. "Εβγαινα απ' τον καφενέ, τρύπωνα στο χασάπικο κι' ούτω καθ' έξης. Μήτε Παρασκευή ήταν να εντρυφήσω στην παρέλαση των ευσεβών γυναικών μας για την Εκκλησιά, μήτε έποχή ακόμα — λάσπες πολλές — να πάρω σβάρνα τα χωράφια και τις πράσινες πλαγιές. Μήτε να γράψω ήθελα, στιμάροντας λιγάκι τους αναγνώστες μου. Κάτι άλλο ήθελα και δεν ήξερα τί.
Εκεί πού τριγύριζα σαν κανένας με πονόδοντο, στο ερημωμένο χωριό, μούρθε στο νου να πάω στο σπίτι να πιω τσά'ί. Δεν το συνηθίζω το τσά'ί ούτε τα ενδιάμεσα μεταξύ γευμάτων κολατσιά και ζήτημα είναι αν θα τόπινα χτες αν άλλοι μου το πρόσφερναν έτοιμο μέσα στο δίσκο. "Ηθελα εγώ να το φροντίσω, ό ίδιος ν' απασχοληθώ.
Άμ' έπος άμ' έργον. Τραβώ στο σπίτι κι' αναζητώ τα σύνεργα, ένεκα πού έλειπε ή γυναίκα μου.
Ανάβω το λοιπόν τη γκαζιέρα, βάζω το μπρίκι, κόβω τρείς ομοιόμορφες φέτες ψωμί, βρίσκω το μέλι και τότες θυμήθηκα το βούτυρο. Τρέχω αμέσως στην αγορά για φρέσκο βούτυρο.
"Οσο να γυρίσω είχε φουσκώσει το νερό, έσβυσε ή γκαζιέρα καί δυο γάτες κλεφτίνες πού έχω, ροκανίζανε τα ψωμάκια.
Σέ λίγο όλα είναι έτοιμα. Είπαμε πώς γουστάρισα τσάϊ «ευρωπαϊκό», επίσημο κι' όχι του ποδαριου, της κουζίνας. Μάλιστα για την περίσταση απόθεσα καί κάτι μαραμένες παπαρούνες μπροστά μου στο τραπέζι.
Κάθισα κι' άρχισα το έργο. Μια μπουκιά ψωμί - βούτυρο - μέλι, μια ρουφιξιά τσάϊ. Και δόστου πάλι τα ίδια.
"Ετρωγα κι' ευφραινόμουν κι' ό νους μου γύριζε, ποιος ξέρει πια που, όμως σίγουρα σ' ευχάριστα κι ωραία.
Σέ μια στιγμή ρούφηξα φαίνεται αντικανονικά, πνίγηκα και γέμισε το τραπέζι μασημένα ψωμιά καί τσάγια. Τρέξανε και τα μάτια μου. Εξευτελισμός. Σκουπίστηκα καί συνέχισα, τώρα όμως αντίστροφα, να μην την ξαναπάθω : Μια ρουφηξιά τσάϊ, ψωμάκι πασαλοιμένο. Και τέλειωσα καλά.
Τεντώθηκα στην καρέκλα, έβαλα τα χέρια στις τσέπες του πανταλονιοϋ κι' ό νους μου δούλευε συνέχεια βουτυρο-μελωμένος. Τότες θυμήθηκα τους Εγγλέζους και τα αφτετνουν τι τους. Μπαγάσηδες Ι Γι' αυτό εσείς σκοτώνετε και σκοτωνόσαστε στην Κύπρο και στου διάολο τη μάνα!
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
Ό μικρός γιος όλη τη νύχτα είχε σπασμούς. Από νωρίς ίσαμε το δελτίο των δέκα καί τέταρτο, μ' άνοιχτό στόμα παρακολουθούσε το κάθε τι γιά τον Καραολή και Δημητρίου. Στίς οχτώ το πρωί βιαστικός κι' άνταριασμένος ρώτησε να μάθη :
— Μπαμπά τί τους κάνανε ;
— Δεν ξέρω Αλέξη, άνοιξε το ραδιόφωνο να δούμε.
Το ραδιόφωνο έκλαιγε τα νεανικά παιδιά.
— Μπαμπά τους πνίξανε, αυτά τα παίζουν στις κηδίες και ξέσπασε σε χοερά άναφυλλητά.
"Ωρα ή μάνα του -προσπαθούσε να τον συνεφέρη. Υστερα κρύος ιδρώτας τον περίχυσε και δυνατά ρίγη συγκλόνιζαν το κορμί του.
Τον τυλίξανε και τον πήγανε στο κρεβάτι. Ή μάνα κάθισε στα πόδια του και με τα χέρια της πλάκωνε το σπαροζόμενο κορμάκι.
Ή έξαψη καταλάγιασε σε λίγο. Τα ξερά μάτια έπερναν να ροδίζουν καί μια φλόγα πυρετού ξεχύθηκε άπ' το εξουθενωμένο κορμί. Θόλωνε και' με μισάνοιχτο στόμα παραδόθηκε στο βύβος και κείνη την ώρα το θερμόμετρο έδειξε σοράντα και δυο.
Το ξεχασμένο ραδιόφωνο συνέχιζε τα ρέκβιεμ και στα κρεμασμένα κορμιά ελαφρές πνοές στέγνωναν τα μουσκεμένα κεφάλια.
22)5)56
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου