ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ: ΘΥΜΗΣΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010 ·

Προφορική αφήγηση του Νίκου Μαρμαρινού (Γύφτου) στον Δημήτρη Π. Καρατζιτζή, εκπαιδευτικό, πρώην Δήμαρχο και νυν Δημοτικό Σύμβουλο Μανταμάδου.

Ο Νίκος Μαρμαρινός γεννήθηκε στην Νάπη το 1929. Πατέρας του ήταν ο Σταύρος Μαρμαρινός από τον Μανταμάδο.

Με την αφήγησή του αυτή μας μεταφέρει στα χρόνια κείνα τα δύσκολα όταν: η φυλακή, τα βασανιστήρια, οι κακουχίες, και οι ξεφτελισμοί ήταν καθημερινά φαινόμενα για τους κομμουνιστές αλλά και για κάθε τίμιο άνθρωπο. Ο θάνατος παραμόνευε παντού σε κάθε τους βήμα, ήταν τα χρόνια κείνα τα «Πέτρινα Χρόνια», όπως συνηθίζεται να λένε.
Ο ίδιος ο Νίκος Μαρμαρινός εξιστορεί ξεδιπλώνοντας τις θύμησες του στην Καισαριανή.
Ο ίδιος με τα λεγόμενά του ορίζει και τους «τίτλους» των ενοτήτων που ακολουθούν.

α) Τα πρώτα μου βήματα…

Μετά το 1944 άρχισα να καταλαβαίνω ορισμένα πράγματα. Εκεί στους Μουστάκηδες (Μιχαηλάρηδες) που είχαν εφημερίδες και έντυπα διάβαζα. Ο πατέρας μου δεν ήξερε γράμματα, ήταν στο ΕΑΜ αλλά δεν καταλάβαινε και πολλά.
Εγώ είχα την ευκαιρία να διαβάζω, από το δημοτικό ακόμα στην κατοχή, 12-14 χρονών που ήμουνα είχα πάρει όλα τα σχολικά βιβλία στη μάντρα και εκεί με το φως του λυχναριού προσπαθούσα να μάθω γράμματα.

Παρακολουθούσα την ανάγνωση της εφημερίδας, βέβαια την έπαιρνα και εγώ και τη διάβαζα και στο
δικό μας ντάμι. Εδώ πρέπει να πω ότι, τα αδέλφια Ιγνάτης και Ευριπίδης Μιχαηλάρης διαβάζανε πολύ, η καλύβα τους ήτανε στέκι. Με αυτούς που είχα παρτίδες, οικογενειακές σχέσεις με τον πατέρα μου, ήταν οι Μουστάκηδες (Μιχαηλάρηδες), ήταν ο Ιγνάτης, ήταν ο Ευριπίδης, ο Στρατής και ένας από την Αγία Παρασκευή, ο Γιάννης Κούλικας. Καλό παιδί.

Τότε βγαίνανε και κάτι τοπικές σατυρικές εφημερίδες που έγραφε μέσα η Γιαπρακάδινα - ψευδώνυμο του Στρατή Αναστασέλλη - που μου άρεσαν πολύ αυτά που έγραφε και πολλά από αυτά τα μάθαινα απ΄ έξω, αλλά και τις συζητήσεις, τις κουβέντες τις παρακολουθούσα γιατί αυτοί ήταν μεγαλύτεροι και κατατοπισμένοι.

Έτσι σιγά - σιγά άρχισα να καταλαβαίνω και να κάνω τα πρώτα βήματα και μετά ενστικτωδώς και συναισθηματικά με τους καταδιωκόμενους που φιλοξενούσαμε και τους περιθάλπαμε εκεί στα μαντριά και έτσι δέθηκα και περισσότερο.

Ήταν εποχή που στρατολογούσαν τους ΜΑΥδες, με 20 δραχμές μεροκάματο και με ελευθερία να δέρνουνε, να αρπάζουνε και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς και πολλά από αυτά τα παιδιά υπέκυπταν είτε λόγω της φτώχιας, είτε γιατί θέλανε να εκδικηθούν σε προσωπικά ζητήματα πήγαιναν και γίνονταν ΜΑΥδες.

β) Την πρώτη φορά… στο αντάρτικο

Ενώ βγήκα στο βουνό δυο φορές, την πρώτη το Μάρτη του ΄47, δεν βγήκα σαν αντάρτης. Πέρασαν τα τμήματα των ανταρτών από τα μαντριά μας και τα οδήγησα πάνω από το χωριό μας, την Νάπη, στον Κλαπάδο σαν οδηγός.

Εκεί στον Κλαπάδο δεν είχα σκοπό να μείνω σαν αντάρτης, αλλά και ούτε με χρειαζόταν. Ήμουνα πιο χρήσιμος μένοντας στο λημέρι στα μαντριά μας. Αλλά όταν φτάσαμε στον Κλαπάδο μας μπλοκάρουν και τότε έγινε η μάχη του Κλαπάδου. Εκεί πέρα μας είχαν περικυκλώσει όλες οι δυνάμεις που διέθετε τότε η Μυτιλήνη, στρατός, χωροφυλακή και ΜΑΥδες.

Όλοι ήταν οπλισμένοι. Μέχρι που ο διοικητής που δε θυμάμαι συγκεκριμένα ποιος ήταν τότε, έστειλε σήμα στη Μυτιλήνη να στείλουνε σχοινιά να μας δέσουνε. Τόσο σίγουρος ήταν. Το βράδυ στο μεταξύ όταν σκοτείνιασε, σπάσαμε τον κλοιό ή μάλλον μας κάνανε πλάτες οι φαντάροι και φύγαμε. Ήμασταν ένα τμήμα 80 με 90 αντάρτες, φάλαγγα ολάκερη σχεδόν όλοι οι αντάρτες της Μυτιλήνης.

Λοιπόν σπάσαμε τον κλοιό και χωρίς μάχη βγήκαμε από αυτόν, πηγαίνοντας από τα μονοπάτια. Εκεί τα ξέρανε οι Στυψιανοί και απ΄ αυτούς ήταν οι οδηγοί μας. Όπως βαδίζαμε βλέπαμε μπροστά μας πότε αναπτήρα, πότε τσιγάρο που ήταν σημάδια, ότι εδώ είναι ενέδρα και γι΄ αυτό παραμερίστε, και έτσι φυλαγόμαστε. Όταν φτάσαμε σ΄ ένα τρίστρατο, Πέτρα - Στύψη - Μυτιλήνη, εκεί είχανε στήσει ενέδρα οι χωροφύλακες και μας χτυπήσανε. Εγώ ήμουν από τους πρώτους που πέρασα από το τμήμα και ακολούθησε το κυρίως σώμα, αλλά ορισμένα κομμάτια διαλύθηκαν και ξεκόψανε.

Απ΄ αυτούς που ξεκόψανε ήταν, κυρίως, κάτι Καλλονιάτες που ήταν νεοεπιστρατευμένοι και ήταν και άοπλοι βέβαια, οι οποίοι κόπηκαν από το τμήμα και αφού ξεκόπηκαν πήγαν στην περιοχή τους γύρω από την Καλλονή. Αλλά μέχρι να συνδεθούν τους πιάσανε και ήταν μερικοί από τους επτά (7), που περάσανε στρατοδικείο και τους εκτελέσανε μετά το Πάσχα του ΄47. Οι πρώτες εκτελέσεις που κάνανε.

Ξέχασα να πω, στη μάχη του Κλαπάδου είχαμε ένα νεκρό από την Αγιάσο, ενώ αυτοί είχαν πολλούς τραυματίες και σκοτωμένους. Φεύγοντας απ΄ εκεί πέρα περάσαμε τα Μανταμαδιώτικα, πήγαμε στα τσαμλίκια (σ.σ. τσαμλίκ = πεύκο) και εκεί συνήλθαμε σε συνέλευση, όσοι είχαμε μείνει, για να κρίνουμε την κατάσταση.

Απώλειες από διαρροές είχαμε πολλές στο δρόμο, άλλοι χαθήκανε - ξεκοπήκανε, γιατί αυτοί (σ.σ ο στρατός) είχανε επισημάνει το μονοπάτι που ήταν ένα στενάρι που κατεβαίναμε να βγούμε στο τρίστρατο και να περάσουμε απέναντι, στην περιοχή της Στύψης. Το είχανε επισημάνει και είχανε στήσει τα πολυβόλα και βάραγαν εκεί, αλλά επειδή είχε τοίχους η περιοχή, δεν είχαμε θύματα επί τόπου.

Μέχρι τώρα, ταξιδεύαμε, αυτοί από πίσω με τα αποσπάσματα κατά πόδας, με αψιμαχίες κ.λπ. Τελικά περάσαμε απ΄ τα ντάμια τ΄ Αποστόλου Στρατή, στον Άγιο Παντελεήμονα πιο πάνω. Συναντούσαμε πολύ κόσμο, αλλά δεν σταματήσαμε να ζητήσουμε βοήθεια γιατί τα αποσπάσματα μας ακολουθούσαν. Τελικά νύχτωσε, φτάσαμε στο «Καβακλί», μετά στις «Φεράνες» στον Ταύρο από κάτω και περάσαμε στα Αγιασώτικα.

Όταν περάσαμε στα Αγιασώτικα, κάναμε τη συνέλευση, εκεί ήταν ο Πασχαλιάς, ο Αγρίτης, οι καπεταναίοι και λένε αυτή είναι η κατάσταση, δεν μπορούμε σαν ολοκληρωμένο τμήμα να σταθούμε και θα χωριστούμε σε ομάδες. Ένα μέρος θα τραβήξει στο δυτικό τμήμα του νησιού με τον Καρακώστα, τον Μπούρα και τους άλλους και όσοι θέλουνε μπορούν να φύγουνε, να πάνε στις περιοχές τους να κρυφτούνε και όταν αναδιοργανωθούμε τότε το τμήμα πάλι συνδέεται.Εμένα μου λέει ο Πασχαλιάς, θα φύγεις, γιατί εσένα δεν σε ξέρουνε ότι βγήκες αντάρτης. Έτσι νόμιζα και εγώ ότι δεν με ξέρανε, εγώ σαν οδηγός πέρασα, έτσι νόμιζα. Αλλά στο διάστημα, εκεί προς το Σκεπαστό, που καθίσαμε μια μέρα, με είδε ένας Αγιαπαρασκεβιώτης τσοπάνος και το μαρτύρησε εκεί στο χωριό. Λοιπόν δεν σε ξέρουνε, μου λέει ο Πασχαλιάς, πήγαινε στα μαντριά και αν καταλάβεις ότι σε αναζητούν, να φύγεις.

γ) Μια σύντομη επιστροφή στο χωριό


Ύστερα από μέρες, μια βραδιά, κατέβηκα στο χωριό να μου πλύνει ρούχα η μάνα μου, αλλά ο πατέρας μου είχε συνεννοηθεί με το τμήμα που ήταν μια διμοιρία στο σχολείο. Του είπαν μικρός είναι δεν θα πάθει τίποτα… και το πίστεψε. Όταν κατέβηκα, τώρα τους ειδοποίησε ο πατέρας μου, κάποιος άλλος με είδε, δεν ξέρω. Όταν ήμουν στο σπίτι, και με έβαλε η μάνα μου να τρώγω, ήρθαν οι αγροφύλακες με δυο τρεις φαντάρους, με καλόπιασαν απ΄ δω, απ΄ κει και μου λένε: «Να πάμε μέχρι το σχολείο που σε θέλει να σε ρωτήσει ο λοχαγός;» τους λέω «Πάμε».

Πήγαμε και άρχισε η ανάκριση. Εγώ επέμενα ότι δεν ήμουνα στο αντάρτικο και μέχρι την τελευταία στιγμή επέμεινα. Πέρασα στρατοδικείο και εκεί επέμενα ότι δεν ήμουν αντάρτης, απλώς τους έδειξα τον δρόμο. Αυτά συνέβησαν το ΄47.
Στο μεταξύ τότε που ήμουν υπόδικος στις φυλακές Μυτιλήνης, ήμουν σε ένα θάλαμο που ήταν όλοι από την Αγία Παρασκευή, ΕΛΑΣίτες γνωστοί, φίλοι του πατέρα μου. Μάλιστα είχα και μουστάκι τότε, που μου το ξύρισαν για να πάω στρατοδικείο, θέλανε να μου βάλουν κοντό παντελόνι, ήμουν μικρός τότε.

Στο διάστημα, που ήμουν υπόδικος ήρθε ο πατέρας μου να με δει, με είδε και φεύγοντας για την Αγία Παρασκευή οι αντάρτες μπλοκάρουν στην περιοχή «Μέσα» τα λεωφορεία. Σταματάνε τα λεωφορεία, βρίσκουν τον πατέρα μου, τον βουτά ο Πασχαλιάς, τον δένει σ΄ ένα πεύκο. «Πρόδωσες τον γιο σου» θα σε κάνω θα σε δείξω, φοβέρες κ.λπ. Πέσανε οι χωριανοί επάνω του να τον παρακαλάνε, βρε τούτο, βρε κείνο, έχει παιδιά, είναι καλός άνθρωπος, άφησέ τον…

Ο Πασχαλιάς μετά μου έλεγε, όταν ξαναβγήκα στο βουνό, ότι το έκανε για να μη έχει συνέπειες, απλώς ήθελε να τον δουν οι άλλοι. Αφού τον είχαν καμιά ώρα δεμένο στο πεύκο, μέχρι να ξεφορτώσουν και να πάρουν τα πράγματα, μετά τον άφησαν.

Στο στρατοδικείο περάσαμε 30 άτομα, οι περισσότεροι ήταν αντάρτες παραδοθέντες, μεταξύ αυτών και ο Όμηρος Σουσαμλής, απ΄ την Αγιάσο, που το «έπαιζε» ποιητής. Εγώ ήμουνα με τον Όμηρο, τελευταίους μας είχαν. Σηκώνεται ο Βασιλικός Επίτροπος μετά τις κατηγορίες και τα σχετικά και λέει ποιοι αποκηρύσσουν τους κομουνιστοσυμμορίτες, το συνηθισμένο τροπάριο που λέγανε τότε, με το πρώτο σηκωθήκανε όλοι. Εγώ με τον Όμηρο καθόμασταν εκεί, και νάχω και ένα μπάρμπα από πίσω να με τσιγκλάει να σηκωθώ και εγώ. Φυσικά δεν σηκώθηκα. Με απαλλάξανε. Όταν πήγαμε μετά στη φυλακή, τους άλλους η ομάδα τους έβαλε σε καραντίνα, εκτός από μένα και τον Όμηρο.

Μετά από λίγες μέρες με αφήσανε, βγήκα στα μαντριά και αμέσως συνδέθηκα μες τα τμήματα γιατί για να περάσουν στα Αγιασώτικα, περνάνε από εκεί για πληροφορίες, για να μάθουν τις δυνάμεις τις αντίπαλες, για ενέδρες και για να τους κατατοπίσω εν πάση περιπτώσει και η δουλειά αυτή συνεχίστηκε, μέχρι τις αρχές Απρίλη 1948 και εγώ μέχρι τότε προσέφερα αυτή τη δουλειά.
Επίσης το ΄48 κατέβηκαν στο χωριό οι αντάρτες. Πριν κατέβουν στο χωριό, για τρόφιμα βέβαια, περάσανε από τα μαντριά, πρέπει να ήταν Φλεβάρης, τους πιάνει ένας χιονιάς, κλείσανε τα πάντα. Εγώ τους έβαλα σε ντάμια και νταμέλια που είχαμε, καμιά 30αριά άτομα ήτανε, για 3 με 4 μέρες για να σπάσει ο καιρός και να λιώσει κάπως το χιόνι.

Το βράδυ που ήταν να κατέβουν στο χωριό, μου λέει ο Πασχαλιάς: «Εσύ θα πας πρώτος στο χωριό και θα κάτσεις μέσα σε ένα καφενείο να σε δούνε και θάρθουμε εμείς».
Μάλιστα, όταν ήρθαν οι αντάρτες, ήμουν σ΄ ένα καφενείο που ήταν όλο δεξιοί και παρακολουθούσα που παίζανε χαρτιά. Μπήκανε μέσα οι αντάρτες και όπως όλοι ήτανε φοβισμένοι, έκανα και εγώ το φοβισμένο. Έρχεται ο Πασχαλιάς και μου λέει: «Ο πατέρας σου σε παρέδωσε, αλλά ήθελες και συ, λοιπόν για να μην έχεις συνέπειες πήγαινε και φέρε ένα ψωμί». Πήγα στο σπίτι, πήρα ένα ψωμί και το πήγα. Αφού μάζεψαν τρόφιμα και τέτοια φύγανε, πριν ξημερώσει. Μαζί με τον αδελφό μου έφυγα και εγώ για το ντάμι. Γιατί μόλις θα ξημέρωνε, θα πλακώνανε τ΄ αποσπάσματα. Είχαμε δύο ντάμια, ένα προς τα «Μέσα» στο «Καβακλί» που ήταν η περιοχή απαγορευμένη και ένα κοντά στο χωριό, στα «Καμίνια», και ήμασταν τότε σ΄ αυτό το ντάμι.

Καμιά φορά ξυπνάω και βλέπω φάλαγγα, καμιά 100αριά άνδρες, και πηγαίνανε στα ζάλα (σ.σ. ίχνη, πατημασιές) των ανταρτών. Εγώ όμως τα είχα πει αυτά τα πράγματα και αν και δεν είχα πείρα, τους είπα: «ότι αύριο πρέπει να φύγετε γιατί είχε λάσπη με τα χιόνια και όταν αύριο βγούνε για επιχειρήσεις, θα δούνε τα ζάλα σας και θάρθουνε κατ΄ ευθείαν σε μας».

Μόλις είδα τα αποσπάσματα ξυπνάω τον αδελφό μου και φύγαμε, είμαστε μακριά σε ένα καλυμμένο μέρος και δεν μας βλέπανε. Ψάξανε τα ντάμια μας, εδώ και εκεί. Φύγανε. Όμως πιο κάτω βρήκαν τα μουλάρια φορτωμένα με ψωμιά, τυριά, τρόφιμα που είχαν πάρει, αλλά αυτοί ακολούθησαν το δρόμο με τις πατημασιές και φτάσανε σ΄ ένα μέρος πάνω από την Πηγή (εκεί σκοτώθηκε ο Παρασκευαΐδης και πληγώθηκε ο Λιαρούτσος) και εκεί χτυπήθηκαν. Εγώ έμεινα στο ντάμι και μάλιστα με την επιτυχία που είχανε καλμάραν κάπως, αλλά σε λίγο καιρό ξανάρχισαν τις επιχειρήσεις.
Μία ήτανε στις αρχές Απρίλη, βγήκανε πιάσανε τα «Καβακλιά», τις «Κατερίνες», τ΄ Αγιαπαρασκεβιώτικα και χτενίζανε όλη την περιοχή. Ήρθανε και από το δικό μας ντάμι. Από μας ήρθε ο Γιώργος Περγαμηνέλλης, πρώην αντάρτης που τον κάνανε αποσπασματάρχη όταν παραδόθηκε και ήξερε πρόσωπα και πράγματα, τοποθεσίες τα πάντα.
Αποβραδίς είχε περάσει μια ομάδα με το Μήτσο Στραβουλέλλη από τη Στύψη και πήγαιναν στα «Καβακλιά» για αποστολή. Για τρόφιμα, για σύνδεση, δεν ξέρω.

Επειδή είχανε πολλά πράγματα μαζί τους μου λέει: «Να αφήσουμε μερικά να μην τα κουβαλάμε». Κάτι χιτώνια ήταν, κάτι καραβάνες κ.λπ. Εγώ δεν έδωσα σημασία και είπα: «Αφήστε τα». Πήγανε κάπου δίπλα και τα ψευτοκρύψανε μέσα σε κάτι πέτρες.
Όταν ήρθε ο Περγαμηνέλλης το πρωί για να τους κάνει να ψάξουν, άρχισαν να με χτυπούν και να με ρωτούν ποιοι ήρθαν εδώ πέρα και άρχισαν να ψάχνουν και μέσα σ΄ ένα μέρος που βάζαμε τα κατσίκια τα βρήκανε τα κρυμμένα και άρχισαν να με χτυπάνε πάλι.

Βάλανε τα ντάμια φωτιά, τα κάψανε όλα, εμένα με σπρώχνανε μέσα στο ντάμι που είχανε βάλει φωτιά, κατόρθωσα να βγω, δε θέλανε να με κάψουνε. Εγώ προσπαθούσα να σώσω μια χλαίνη και ένα κιουπινέτς(ι) - (σ.σ. χοντρή κάπα που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι τσομπάνηδες).
Με φόρτωσαν τα πράγματα που βρήκανε και βαδίζαμε, και όσα ντάμια βρήκαμε τα βάζανε φωτιά. Τσομπάνηδες δε βρήκανε και έτσι δεν πιάσανε κανέναν.

δ) Πως έγινα τακτικός μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Λέσβου

Στο δρόμο πηγαίνοντας στην Αγ. Παρασκευή, σε μια περιοχή «Αγόρατος» το λέγανε, είχε ανέβει μια ομάδα αντάρτες με τους Πέτρο Μπούρα, Λιμπούτζ(η) - σ.σ το παρατσούκλι του αντάρτη Ηλία Σεβαστού - και άλλους 5 με 6, ήταν στην Καλλονή, εκεί σε μέρος καλυμμένο είχαν ξημερωθεί. Εγώ δεν το ήξερα. Αυτοί, οι ΜΑΥδες, όπως είχανε εμένα μαζί, πήγαιναν κατά φάλαγγα και χτενίζανε την περιοχή. Εγώ ήμουνα με το λοχαγό, τον υπενωμοτάρχη και μερικούς ΜΑΥδες στα δεξιά της ομάδας.
Οι αντάρτες τους είχανε δει που βάζανε φωτιά, που χτενίζανε την περιοχή και σε τέτοιες περιπτώσεις το ριψοκινδυνεύαμε και δεν φεύγαμε για να μην κάνουμε εμφάνιση και πιάσουν όλο τον κόσμο. Γιατί σε κάθε εμφάνιση πιάνανε όλο τον κόσμο και τους ενοχοποιούσαν και έτσι αποφεύγαμε, και όπως ήταν δασωμένο το μέρος, λίγο δεξιά ή λίγο αριστερά να κάνουν δε θα τους δουν, ήταν πίσω από ένα ντουβάρι και ήταν δύσκολο να τους δουν.

Όμως κατά διαβολική σύμπτωση πήγε ένας ΜΑΥς από την Αγ. Παρασκευή. Η ομάδα που ήταν ο ΜΑΥς που χτυπήθηκε πέσανε κάτω, αλλά άρχισαν τώρα και οι άλλοι αντάρτες να βαράνε και αφού ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, συνέχισαν το δρόμο τους.

Εγώ εκείνη την ώρα που έγινε το νταβαντούρι πέταξα τα πράγματα που με είχανε φορτώσει, με πήραν και μένα μαζί, είχα όμως προσχέδιο στο μέρος αυτό, που ήταν δασωμένο, αδιάβατο, θα προσπαθούσα να φύγω, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να με πάνε κάτω σαν τροφοδότη και σαν σύνδεσμο και να γλίτωνα. Τότε ξέραμε στρατοδικείο και θάνατος η ποινή, άλλωστε είχα μια εμπειρία.
Πράγματι πήγαμε 50 με 100 μέτρα, λέει ο λοχαγός στους ΜΑΥδες, είχαν προστεθεί και άλλοι ΜΑΥδες στην πτέρυγα και είχε γίνει καμιά 20ρια: «Πάρτον αυτόν να πάτε κάτω να σας βρει ένα μουλάρι να φορτώσετε τον τραυματία να τον πάτε στο χωριό». Νόμιζαν ότι ήταν τραυματισμένος. Πήγαμε πράγματι, οι ΜΑΥδες ήταν 2-3 γνωστοί από την Αγία Παρασκευή και μόλις πήγαμε και είδανε τον τραυματία κάτω να γογγύζει τα χάσανε. Την ώρα εκείνη, με την πρόφαση να πάω να κατουρήσω, από τον έναν πρίνο στον άλλο, ξεμάκρυνα και τότε πήρα δρόμο, παρόλο που στα πόδια μου κάτω είχαν σπάσει τρία ραβδιά και η πλάτη μου μαυρισμένη.

Έφυγα λοιπόν και όταν βράδιασε πήγα στη μάντρα, τα πάντα ήταν ρημαγμένα. Ήρθε και ο άλλος αδελφός, ο μικρός, μαζέψαμε τα γίδια τα αρμέξαμε, είχανε πολύ γάλα γιατί ήταν Άνοιξη και το βράδυ πήρα το κιουπινέτς(ι) - σ.σ. χοντρή κάπα που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι τσομπάνηδες - και πήγα πιο πέρα από το ντάμι, καμιά εκατοστή μέτρα και ξάπλωσα. Είχα ένα σκύλο που γνώριζε τους αντάρτες από μακριά και γάβγιζε φιλικά όταν ερχόταν και εκεί που κοιμόμουν έρχεται ο Στραβουλέλλης, τον έφερε ο σκύλος και άρχισε να χοροπηδάει πάνω μου, νέος ήταν και αυτός και παλεύαμε, κάναμε πλάκα.

Είχανε ακούσει οι αντάρτες τους πυροβολισμούς και όλη τη φασαρία απ΄ τα «Καβακλιά», εκεί ήτανε και ήρθε και μετά τις πρώτες πλάκες με ρώτησε τι έγινε, είδαν και καμένα όλα και έτσι τους εξιστόρησα το τι έγινε.
«Τι θα γίνει, εγώ τι θα κάνω;» του λέω.
«Κοίτα να δεις, μετά τη μάχη που έγινε σκοτωμό, μπορεί και να μη σε θυμούνται – αφέλεια να το πεις; - κάθισε και αν καταλάβεις ότι σε ζητούν εκεί, θα συνδεθείς, στ΄ Σουλόβαρδου προς το «Καβακλί» μεριά από κάτω σ΄ ένα ντάμι, εκεί θα πας και αυτοί θα σου πούνε».
Δεν θυμάμαι ποιοι ήταν , πάντως μου δώσανε εκεί για σύνδεση, Την άλλη μέρα βγάζουν διαταγή αυτοί, όλα τα γιδοπρόβατα να μαζευτούν στο χωριό. Έξω από το χωριό, «Ντούπα» το λέμε το μέρος ένας Μεράς της Κοινότητας, όλα τα γιδοπρόβατα εκεί!!!

Κρίθηκε όλη η περιοχή απαγορευμένη ζώνη και έπρεπε να κατεβάσουμε κάτω το κοπάδι. Πράγματι το βράδυ τα κατεβάζουμε στο χωριό. Χιλιάδες πρόβατα και γίδια είχαν μαζευτεί. Τα μαντρώσαμε το βράδυ κάπου και πήγα σπίτι μου στο χωριό, δεν είχε αστυνομία το χωριό τότε, ούτε κάποια διμοιρία…
Κάθισα και πρωί - πρωί με τον αδελφό μου πήγαμε τα ζώα να βοσκήσουν και να πάρουν αέρα. Όταν ήρθε η ώρα να αρμέξουμε, μαζί με το Λια (Ηλία) τον αδελφό μου, πήγαμε τα μαντρώσαμε τα γίδια σ΄ ένα μέρος. Εκείνη την ώρα, να οι δυο αγροφύλακες, που εκείνη την εποχή ήταν οπλισμένοι οδηγοί των αποσπασμάτων. Ήρθαν εκεί πέρα οι δυο αγροφύλακες και με μειλίχιο ύφος: «Γεια σου Νίκο, τι κάνεις καλά; Όταν τελειώσεις πάμε μια βόλτα μέχρι την Αγία Παρασκευή, κάτι θέλει να σε ρωτήσει ο λοχαγός, δεν είναι τίποτα και μη φοβάσαι». Εντάξει μπάρμπα Γιάννη - ήτανε και μεγάλοι άνθρωποι - να αρμέξουμε πρώτα τα γίδια και μετά πάμε». «Θα καθίσουμε εκεί πίσω, από πού δεν πιάνει βοριάς, να καπνίσουμε ένα τσιμπούκι και όταν τελειώσεις μας φωνάζεις». Εκείνη την ώρα λέω στο Λια, από κάτω ήταν το σπίτι μας: «Πήγαινε στο σπίτι βάλε ένα ψωμί μέσα σ΄ ένα τρουβά - σ.σ. χωριάτικο ταγάρι - και πάρε και τη χλαίνη».

Πράγματι έτσι έκανε, ούτε πέντε λεπτά δεν χρειάστηκαν. Έφυγα από την αντίθετη κατεύθυνση που κάθονταν οι αγροφύλακες, μάλιστα ο μικρός άρχισε να κλαίει, ήταν 11 χρονών περίπου και πήγα στα λημέρια τα δικά μας.
Αυτοί μετά από λίγο πήγαμε στον Λια, τον ρωτούν που είναι ο Νίκος, αυτός τους απαντά κάπου πήγε προς νερού του. Άρχισαν να φωνάζουν: «Νίκο, βρε Νίκο». Τίποτα.

Τότε κατάλαβαν ότι είχα φύγει. Πήγανε κάτω στην Αγία Παρασκευή, λένε τι έγινε, τους μπαγλάρωσαν μέσα, απ΄ εκεί στη Μυτιλήνη. Ταλαιπωρήθηκαν αλλά μετά τους βγάλανε. Μάλιστα, πριν τους στείλουν στη Μυτιλήνη, περνάνε από το χωριό παίρνουν τον πατέρα μου μαζί και ανέβηκαν στα λημέρια τα δικά μας, στους Μεράδες, και τους βάζανε και φωνάζανε «Νίκο, βρε Νίκο». Τίποτα.
Εγώ ανέβηκα στα «Καμίνια», στην περιοχή τη δικιά μας, με σκοπό να πάω να συνδεθώ, στο ντάμι στα Μανταμαδιώτικα, στα «Καβακλιά», που μου είχανε δώσει σύνδεση. Αλλά πριν πάω προς τα εκεί εντελώς συμπτωματικά, έπεσα πάνω σε μια ομάδα ανταρτών που ήταν απ΄ ότι θυμάμαι ο Θεοχάρης ο Νίκος, ο Αντωνιάδης και ο Θεολόγος Καραβερβέρης. Κάπου ήταν αποστολή και αυτοί ξημερωθήκανε στην περιοχή αυτή και μένανε εκεί πέρα. Εκεί που πήγαινα, από ένα μονοπάτι γιατί για λόγους ασφαλείας δεν πήγαινα από τον κανονικό δρόμο, ακούω όπλα να οπλίζουν, κατάλαβα ότι ήταν αντάρτες, γιατί ποιοι άλλοι θα ήταν κρυμμένοι μέσα στο ρουμάνι. «Ποιος είσαι;». Γνώρισα τη φωνή, ήταν ο Θεοχάρης. Τους λέω: «Ο Νίκος είμαι» και από εκεί ξεκινήσαμε πια για τη «Σαρακήνα» - σ.σ αγροτική περιοχή του Μανταμάδου - , τον Απρίλη του ΄48, και στο δρόμο μου δώσανε και το όπλο και από τότε ήμουν μέλος του Δημοκρατικού Στρατού Λέσβου.

ε) Η δράση μου στο Δ.Σ. Λέσβου.

Πριν ακόμα συνδεθούμε με τα άλλα τμήματα, πήγαμε στο λημέρι στη «Σαρακήνα», δε βρήκαμε κανέναν για να μάθουμε νέα, ούτε τον Οδυσσέα Γροσομανίδη, ούτε άλλον βρήκαμε. Εγώ βέβαια δεν τον ήξερα τότες. Μου λέει ο Θεολόγος να πάμε στη Λαγκάδα, μήπως βρούμε κάποιον. Εκεί ήταν ένας ψηλός, Ηλία Σελίμη (;) τον λέγανε και είχαν και ένα τσομπάνη, Παρασκευά από την Κάπη, έναν άντρακλα μέχρι κει πάνω. Εγώ ήμουνα νέος και ο Θεολόγος δεν ήθελε να πάω να τους γνωρίσω για λόγους περιφρούρησης και μου λέει: «Κάτσε εδώ από κάτω από τη συκιά, να πάω να δω αν είναι κανένας και θάρθω μετά».

Για μια στιγμή, εκεί που καθόμουνα, κοιτάζω έναν και πηδάει από ένα τοίχο με ένα όπλο στο χέρι. Αρπώ την αραβίδα, δεν είχα εξοικειωθεί, αλλά το χειρισμό τον ήξερα. «Μην κουνηθείς, ψηλά τα χέρια, ποιος είσαι;» «Τσομπάνης» μου λέει. «Πέταξε το όπλο» του είπα, ήταν κυνηγετικό.
Έκατσε ο άνθρωπος εκεί πέρα. Μια τρομάρα που είχε, το ίδιο και εγώ. Ήταν η πρώτη φορά για μένα, έπαθε σοκ ο άνθρωπος, ήταν και νύχτα. Καμιά φορά έρχεται ο Θεολόγος, γνωρίζονταν, αγκαλιάστηκαν, ήταν δικός μας. Για μένα ήταν η πρώτη κρυάδα.

Σε συνέχεια, γνωστή η διαδρομή. Με τις περιπέτειες και τα γεγονότα. Εγώ ήμουνα νέος αντέχανε τα πόδια μου, γνώριζα τον τόπο, ήξερα να περπατάω τη νύχτα γιατί οι άλλοι όσοι δεν είχανε κάνει αγρότες, δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν εύκολα τις δυσκολίες.

Θα πω μια περίπτωση του Μιχάλη Λιαρούτσου. Ο Μιχάλης είχε μεγάλη μυωπία από τότε. Κάποτε, λοιπόν, βαδίζαμε ένα τμήμα, μετά το χιόνι και την παγωνιά που λιώνουν όλα και απ΄ όπου περνάς αφήνεις σημάδια. Όταν πήγαμε σε τέτοια περιοχή λέει ο πρώτος προσοχή στα ζάλα (σ.σ. ίχνη, πατημασιές) και ο ένας το μετέφερε στον άλλο. Ο Μιχάλης που πήγαινε πίσω από το Χάρο, πλατς, πλουτς τσαλαβουτούσε. Μόλις τον πήρε χαμπάρι ο Χάρος, του λέει: «Ρε συ, τα ζάλα. Τι λέμε τόση ώρα;». «Ποια ζάλα;» ρωτά ο Μιχάλης, που δε γνώριζε τότε τη Μυτιληνιά διάλεκτο. «Να αυτά που αφήνουμε στις λάσπες». «Α! τα ίχνη θέλεις να πεις».

στ) Η προδοσία, η σύγκρουση και ο θάνατος του Μπούρα

Το επεισόδιο στα Δάφια έγινε στις 6 Ιουνίου 1949. Πριν 10 μέρες περίπου είχε γίνει η συμπλοκή στα «Καμίνια», στα δικά μας τα μέρη και είχε σκοτωθεί ο Δημητρός Στραβουλέλλης. Επειδή ο Πέτρος Μπούρας ήταν πολύ δεμένος με το Στραβουλέλλη, ζητούσε κατά κάποιο τρόπο εκδίκηση. Γι΄ αυτό θέλαμε να κάνουμε ένα χτύπημα και πήγαμε στα Δάφια, όχι ακριβώς στα Δάφια, αλλά στην περιοχή Καλλονής στα Σουμούρια.

Τα Σουμούρια, ήταν ένας οικισμός έξω από την Καλλονή, και ήταν το χωριό του Μπούρα. Εκεί καθίσαμε σε ένα σπαρμένο χωράφι κάτω από μια συκιά, εκεί οι συκιές είναι τεράστιες, έξω από το χωριό. Βέβαια ήταν και απερισκεψία δικιά μας γιατί όλο το χωριό μας ήξερε, και όταν λέμε όλο το χωριό εννοούμε 20 με 30 άτομα, αφού όλοι τους ήτανε συγγενείς του Μπούρα και τους είχε εμπιστοσύνη.

Εκεί που πήγαμε, πιο πέρα, ήταν ένας αμαξωτός δρόμος που πήγαινε Καλλονή - Αγία Τριάδα. Εκεί βγαίνανε κάθε απόγευμα κατά το βραδάκι, οι αξιωματικοί, οι προύχοντες, ο διοικητής, ο υποδιοικητής της περιοχής, γιατί ήταν έδρα εκεί και είχε λόχο μόνιμο.

Εκεί είχαμε άνθρωπο και τους παρακολουθούσε και σε περίπτωση που βγαίνανε, να τους χτυπάγαμε. Αλλά μόλις φτάσαμε εκεί, ο μακαρίτης ο Μπούρας ειδοποίησε την κουμπάρα του, αν χρειασθεί και αν μπορούμε να πάμε μια μέρα στο σπίτι. Αυτή μας λέει ότι μπορούμε να πάμε.

Είχαμε μια εναλλακτική λύση να χτυπήσουμε στα Δάφια. Ήταν ένα καφενείο που σύχναζαν όλοι οι ΜΑΥδες, οι Χίτες και θα χτυπάγαμε εκεί, σ΄ αυτό το καφενείο. Αυτήν, την κουμπάρα του, την είχαν πιάσει προηγούμενα, την είχαν απειλήσει, την είχαν καλοπιάσει τέλος πάντων και μόλις την ειδοποίησε ο Μπούρας πήγε στην Αστυνομία κατ΄ ευθείαν, τους είπε που ήμασταν αλλά δεν ήρθαν, ούτε βόλτες βγήκανε, μήτε τίποτα. Φυλάγονταν και καταστρώνανε τα σχέδιά τους. Αφού καθίσαμε μια βδομάδα και είδαμε ότι το εγχείρημά μας δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, να χτυπήσουμε τη βόλτα των αξιωματικών, λέμε ας πάμε στα Δάφια. Ξημερώνοντας πήγαμε στο σπιτάκι της και μπήκαμε μέσα, ένα χαγιάτι και μια μικρή κάμαρα και μια γωνιά στο χαγιάτι, κάτι σαν κουζινίτσα. Το σπιτάκι ήταν πλινθόκτιστο από τα παράθυρα και πάνω είχε κεραμίδια. Ήμασταν τέσσερις. Ο Μπούρας, ο Κουλιαδέλλης, ο Κελπαλής Χαράλαμπος - Μεσανατολίτης από την Αγία Παρασκευή - και εγώ.

Πήγαμε, όπως σας είπα, πρωινές ώρες στο σπίτι της. Μας υποδέχτηκε αυτή και το απόγευμα κατά στις 5 η ώρα, μας έβαλε να φάμε μακαρόνια. Την ώρα που τρώγαμε, αυτοί δημιουργήσανε απ΄ έξω έναν εικονικό καυγά, σύνθημα για να βγει αυτή. Της λέει ο Μπούρας «Κοίταξε, αυτός ο μεθύστακας πάλι με τη γυναίκα του τάχει;» γιατί υπήρχε κάποιος τέτοιος. Μόλις βγήκε στα σκαλάκια, βάλανε με ομοβροντία ενάντια στο σπιτάκι, με τα πολυβόλα. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι είχαν κυκλώσει τον μαχαλά, το σπίτι και το χωριό. Είχαν έρθει 500 λέγανε. Ήταν ο Μάλιος τότε διοικητής και όταν έμαθε ότι ο Μπούρας ήταν εκεί, μαζέψανε ότι δυνάμεις είχανε. Εμείς ούτε να αντιδράσουμε μπορούσαμε μήτε τίποτα, αφού έπεσε όλη η σκεπή, κυριολεκτικά έπεσε, οι σφαίρες που περνούσαν από τα παράθυρα χτυπούσαν στους τοίχους, η σκόνη δημιούργησε ένα κουρνιαχτό. Στραβωθήκαμε, δε βλέπαμε. Ήταν τέτοιος ο καταιγισμός πυρός που χαλούσε ο κόσμος.

Ο Μπούρας, πριν εγώ στραβωθώ, γιατί για πολλές μέρες δεν έβλεπα, τον είδα για μια στιγμή που ήταν στη γωνία και σηκώθηκε λίγο πάνω από το παράθυρο, του ήρθε η ριπή. Τραυματίστηκε σοβαρά και γόγγυζε. Μπήκαν μέσα και αφού δε βρήκαν αντίδραση, άρχισαν να μας τραβάνε και να μας ξεχώνουν. Μόλις μας βγάλανε έξω, άκουσα μια ριπή. Αποτελειώσανε το Μπούρα, που ήταν τραυματίας. Έτσι πέθανε το παλικάρι…

Και έτσι τελείωσε η δράση μου στο Δημοκρατικό Στρατό Μυτιλήνης. Για τις τρομερά σκληρές συνθήκες που πάλευε το αντάρτικο στο νησί έχουν γραφτεί πολλά από τον Θεοχάρη, το Λιαρούτσο και το Σκούφο. Γι΄ αυτό πάρα πολλά παιδιά που βγήκαν στο βουνό για να αγωνιστούν ενάντια στο Μοναρχοφασισμό, δεν άντεχαν και πολλοί παραδόθηκαν. Οι περισσότεροι δεν μας έκαναν ζημιά ούτε πρόδωσαν κανέναν. Ορισμένοι όμως ντύθηκαν ΜΑΥδες και τους χρησιμοποιούσαν ενάντια μας. Ένας εξ΄ αυτών ήταν και ο Γιώργος Περγαμηνέλλης που τον έκαναν αποσπασματάρχη και μας πολεμούσε λυσσασμένα.

ζ) Μετά τη σύλληψη…

Στο δρόμο πηγαίνοντας για τα κρατητήρια, περάσαμε από τα Σουμούρια, μας γυροφέρνανε εκεί πέρα, οι γυναίκες κλαίγανε στο χωριό του Μπούρα και βρίζανε: «Τον φάγανε, τον σκότωσαν» κ.λπ. Μας δέσανε χειροπόδαρα, μας ρίξανε στο κρατητήριο μέσα. Εκεί στο κρατητήριο κάνανε αυτοί το λάθος και μας βάλανε και τους τρεις μαζί. Οι άλλοι δεν είχανε εμπειρία, εγώ είχα κάποια πείρα και τους λέω: «Αυτοί κάνανε την κουταμάρα και μας βάλανε όλους μαζί, αύριο θα μας πάρουν έναν - έναν και θα μας ρωτάνε, από πού ήρθατε, που μένανε, τι κάνατε και αυτά και επειδή θα τρώμε ξύλο απεριόριστο, να έχουμε μια ενιαία στάση. Θα πούμε ότι ήρθαμε οπό το «Τσαμλίκι», ο Μπούρας μας έφερε πρωί - πρωί στο σπίτι και δεν είδαμε άνθρωπο». Συμφωνήσαμε έτσι.

Εγώ και ο έρμος ο Παναγιώτης Κουλιαδέλλης ο Στυψιανός, αυτό το τροπάρι και να ξύλο. Επί μια βδομάδα τρώγαμε ξύλο καθημερινά, μέναμε στο ίδιο τροπάρι. Μας πήγανε στη Μυτιλήνη. Μας κράτησαν ένα μήνα στην Ασφάλεια και απ΄ εκεί με δικογραφία μας πήγανε στις φυλακές Αβέρωφ. Αλλά φαίνεται κάνανε λάθος, έπρεπε να μας πάνε στη Μακρόνησο κατ΄ ευθείαν και ύστερα από δύο μέρες μας παίρνουν και μας πάνε στη Μακρόνησο. Εκεί μας χωρίσανε. Εμένα με ρίξανε στα ανήλικα που είχανε φέρει τότε, από τη Γιούρα. Ύστερα από λίγο καιρό μας πήρανε τα ανήλικα και μας πήγανε στο 3ο Τάγμα (σ.σ. Γ.Ε.Τ.Ο. = Γ΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών της Μακρονήσου, υπήρχε και το Β.Ε.Τ.Ο. και Α.Ε.Τ.Ο.) και μας ντύσανε φαντάρους. Αρχίσανε τη στρατιωτική πειθαρχία και τα τέτοια και κάθε μέρα βγάζανε και έναν στην εξέδρα και έλεγε για τους κομμουνιστές, ότι σκότωσαν τον πατέρα του, ότι πήραν τη μάνα του και διάφορα τέτοια. Τους βασάνιζαν με το γνωστό αντικομμουνιστικό τροπάριο, αυτό που το γράφανε στο Α2 (σ.σ. Το 2ο γραφείο - υπηρεσία που κύριο έργο της ήταν ο αντικομμουνισμός για την ασφάλεια υποτίθεται του στρατεύματος) για να λέει. Ευτυχώς έφυγα γρήγορα για το στρατοδικείο και δεν πέρασα τέτοια δοκιμασία.

η) Στο Στρατοδικείο

Αρχές Νοέμβρη 1949 και αν θυμάμαι καλά 6 Νοεμβρίου ήταν η δικάσιμος του στρατοδικείου. Εμένα με τον Κουλιαδέλλη μας είχανε μαζί, τον άλλον δεν τον πήρανε, ξεχωρίσανε την υπόθεση. Πήγα εγώ με τον Κουλιαδέλλη. Περάσαμε στρατοδικείο, έξι (6) φορές σε θάνατο από το έκτακτο στρατοδικείο Μυτιλήνης. Αφού μας δικάσανε μας πήγανε στις φυλακές. Στις φυλακές μας βάλανε στον «Αράπη», ο θάλαμος των μελλοθάνατων, ήταν ένα κελί και περιμέναμε και συνήθως σε 3 μέρες γινόταν η εκτέλεση, αλλά στη Μυτιλήνη δε γινόταν τότε εκτελέσεις.

Γιατί μετά τους 7 που εκτέλεσαν το 1947, ξεσηκώθηκαν, όπως λένε, διάφοροι παράγοντες και ο λαός και δε θέλανε να γίνονται στη Μυτιλήνη εκτελέσεις και έτσι τους στέλνανε στις φυλακές Αβέρωφ και απ΄ εκεί στο Γουδί. Νομίζω και εγώ, ότι μετά τη μαζική εκτέλεση που κάνανε το 1947, δεν εκτελέσανε άλλους στη Μυτιλήνη. Τότε είχαν εκτελέσει αυτούς που πιάσανε στη μάχη του «Αητού»…

Ύστερα από τρεις μέρες, φέρανε το Σταύρο Λαφιωνιάτη από την Καλλονή. Ο Σταύρος ήταν στις φυλακές Αβέρωφ και εκεί είχαν κάποια ενημέρωση, τον είχαν δικάσει σε θάνατο, σαν τροφοδότη και σύνδεσμο, με απόφαση 3-2 το στρατοδικείο και μας είπε να μην φοβόμαστε δεν πρόκειται να μας εκτελέσουν γιατί αναστάλθηκαν οι εκτελέσεις, αφού με απόφαση του Ο.Η.Ε. (σ.σ. τότε είχε μια ισχύ προτού γίνει αποκλειστικό όργανο των ιμπεριαλιστών), συστήνανε και πιέσανε την Ελληνική Κυβέρνηση να αναστείλει τις εκτελέσεις με παρέμβαση του Μολότωφ (Υπουργού Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης).

θ) Στις φυλακές Αβέρωφ και η 2η δίκη στο Κακουργιοδικείο Μυτιλήνης

Μας κράτησαν μερικές μέρες εκεί, στον «Αράπη», και μετά μας πήγαν στις φ. Αβέρωφ. Εκεί στις φυλακές κάθισα ένα χρόνο περίπου και εκεί αντάμωσα τον Τηλέμαχο Μεταξωτό από τον Μανταμάδο. Τον αντάμωσα ξανά στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά και τελευταία στην Αίγινα.

Μετά από ένα χρόνο με καλούν πάλι να δικαστώ σε Κακουργιοδικείο, τα έκτακτα στρατοδικεία είχαν καταργηθεί και τις υποθέσεις τις είχαν ρίξει σε πολιτικά δικαστήρια. Οι κατηγορίες συγκεκριμένες - σύσταση ένοπλης συμμορίας, απόσπαση ελληνικής επικράτειας, κομμουνιστική ανταρσία - ήτανε το κατηγορητήριο, ένα μέρος από αυτό που «πέρασα» στο στρατοδικείο αλλά τώρα είχαν προσθέσει και άλλα.

Μάλιστα υποχρεώσανε ορισμένους χωριανούς μου και Αγιαπαρασκευιώτες να πουν ότι πήραμε πρόβατα, κάναμε ληστείες και διάφορα τέτοια. Εμείς ό,τι παίρναμε, το παίρναμε φανερά και απ΄ αυτούς που είχαν, τους προύχοντες των χωριών. Τους λέγαμε ότι θέλαμε, ας πούμε, μια προβατίνα και μας βοηθούσαν οι άνθρωποι. Οι χωριανοί μας, που υποχρεώθηκαν να μας κατηγορήσουν, τους βάλανε αυτεπάγγελτα μάρτυρες κατηγορίας. Εισαγγελέας ήταν ο Βασιλόπουλος, ένας έξαλλος χαρακτήρας και μάλιστα Σαμιώτης, καπετάνιος ήτανε, ο Σοφούλης, κάθε μέρα πέρναγε δικαστήριο και κάθε μέρα εισέπραττε θανατικές. Αυτά στο Κακουργιοδικείο Μυτιλήνης, υποτίθεται ότι δίκαζαν ένορκοι.

Η δίκη στο κακουργιοδικείο το κατηγορητήριο ήταν στερεότυπο. Το διάβασε ο Πρόεδρος και την ερώτηση που έκανε ήταν, τι γνώμη έχετε για το παιδομάζωμα και τα τέτοια.
Μόλις πήγα να πω τα δικά μου, ότι δεν αποδέχομαι τις κατηγορίες, με διέκοψε και δεν με άφησε να μιλήσω. «Τα ξέρουμε. Τα ξέρουμε. Δε χρειάζεται» φώναξε ο εισαγγελέας.

Μετά καλεί τους μάρτυρες κατηγορίας, οι οποίοι μετατράπηκαν σε μάρτυρες υπεράσπισης, μέχρι που φθάσανε στο σημείο να πούνε, ότι το παιδί ήταν καλό και ότι τα αποσπάσματα καθημερινά τον δέρνανε και έτσι αναγκάστηκε να φύγει στο βουνό. Τότε σηκώνεται πάνω ο Εισαγγελέας και έξαλλος άρχισε να φωνάζει: «Ιδού οι εθνικόφρονες. Ιδού οι υπερασπιστές της πατρίδας και της οικογένειας. Αυτοί είναι που τροφοδοτούσαν τους αντάρτες!!!».

Όλοι τους ήταν προύχοντες του χωριού, ο ένας ήταν ο γραμματικός και ο άλλος είχε κτήματα. Ο ένας από αυτούς, είτε από φόβο, είτε γιατί δε μπορούσε να κάνει αλλιώς, στο ντάμι του όταν πηγαίναμε βρίσκαμε ψωμιά και μάλιστα είπε ότι μας είχε αφήσει και το κλειδί κάπου για να μπαίνουμε και να παίρνουμε ότι χρειαζόμαστε.
Στην αγόρευσή του ο Εισαγγελέας τους έκανε κουρέλι: «Θα σας στείλω στη Χίο, στο δικαστήριο. Θα σας χώσω μέσα». Οργίασε!!!

Οι άνθρωποι ζεματίστηκαν. Δεξιοί ήταν, αλλά αυτό που έκανε εντύπωση, ήταν ότι, όλοι με υποστηρίξανε. Μάλιστα ένας είπε, ότι δεν είμαστε σίγουροι αν τα πήραν οι αντάρτες τα πρόβατα, γιατί εκείνη την εποχή δρούσε μια ομάδα Γελεγώτικη από ΜΑΥδες με επικεφαλής το Θράσο Τριανταφύλλου και κλέβανε, σφάζανε φανερά μέχρι και δαμάλια και γι΄ αυτό ο Εισαγγελέας εξεμάνη.

Βγήκε η απόφαση. Δύο φορές σε θάνατο εμένα. Από Κακουργιοδικείο στις φυλακές Μυτιλήνης. Με πήγανε στο θάλαμο που ήμουνα στην απομόνωση, όπου ήμασταν πότε 10, πότε 15, γιατί φέρνανε πότε Σαμιώτες και πότε Ικαριώτες. Μετά από λίγες μέρες δικάστηκε και ο Λιαρούτσος με το Νικόδημο σε θάνατο και μείναμε εκεί στην απομόνωση παραπάνω από μήνα. Ήρθε και ο Θεοχάρης, δικασμένος σε θάνατο, το 1951, μάλλον Ιούνης ή Ιούλης, ήταν πάντως καλοκαίρι.

ι) Από τις φυλακές Μυτιλήνης σε αυτές της Κέρκυρας

Μετά μας πήρανε, εμένα, το Λιαρούτσο και το Νικόδημο και μας πήγαν στις φυλακές της Κέρκυρας μέσω μεταγωγών Πειραιά. Στο διάστημα, αυτό μάθαμε που πήγανε να πάρουνε από του Αβέρωφ το Μεταξωτό και τους άλλους που, με την υπόθεση «Μπάρμπα» της Ο.Π.Λ.Α., είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για να τους εκτελέσουν. Μεταξύ αυτών και οι Σπύρος Αντύπας, ο Παντελής Κιουρτσής … 7 άτομα.

Επειδή όμως είχαν σταματήσει οι εκτελέσεις, είμαστε όλοι υπό αναστολή. Αυτούς όμως, στις 11 Σεπτέμβρη το 1951, πήγε ο Ι.Δ.Ε.Α. και με πίεση του να τους αρπάξουν με σκοπό να τους εκτελέσουν. Τους φωνάξανε για εκτέλεση, αλλά πήρε είδηση ο κόσμος και πρώτοι οι φυλακισμένοι δεν τους άφηναν να παρουσιαστούν στη Διεύθυνση. Αμέσως βγήκανε με τα χωνιά στα παράθυρα και να καλούνε τον κόσμο, ήταν και η «Δημοκρατική Ένωση» τότε που βοήθησε αποτελεσματικά, αν θυμάμαι καλά. Πήρανε το σύνθημα απέναντι οι φυλακισμένες γυναίκες και έτσι ματαιώθηκε η εκτέλεση.

Στις φυλακές Κέρκυρας κάθισα μέχρι τον Μάη του 1953. Μάλιστα μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και με διεθνή κατακραυγή που ξεσηκώθηκε, ψηφίσανε ένα νόμο τον 2058 του 1952 επί Πλαστήρα, που έριχνε τις θανατικές ποινές σε ισόβια και αν σε θεωρούσανε νομοταγή, ακίνδυνο κ.λπ, με τον ίδιο νόμο σε απολύανε υπό όρους, να δίνεις παρόν κ.λπ.
Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε λίγες μέρες μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη.

ια) Στις φυλακές Κεφαλονιάς

Αυτοί κάθε λίγο ανακατώνανε τις φυλακές για να μη γνωριζόμαστε και εξοικειωνόμαστε με τους φύλακες γιατί αν πιάσεις σχέσεις, σου φέρνανε και εφημερίδες και περιοδικά, γι΄ αυτό και κάθε λίγο κάνανε αυτό το ανακάτεμα. Το 1953 μας αρπάξανε, καμιά 100αριά από την Κέρκυρα και μας πήγαν στην Κεφαλονιά. Η Κεφαλονιά είχε και άλλους κρατούμενους βαρυποινίτες. Εκεί έγινα νοσοκόμος. Με πήρανε στο αναρρωτήριο. Είχαμε κρατούμενους γιατρούς, το Μανώλη Σιγανό, το Ψαλιδόπουλο και τον Καναβό και άλλους γιατρούς αλλά και πολλούς του ιατρικού επαγγέλματος που δεν είχανε πάρει δίπλωμα και δεν είχαν ασκήσει το επάγγελμα του γιατρού.

ιβ) Στην Κεφαλονιά μας βρήκε ο μεγάλος σεισμός.

Ο πρώτος σεισμός, αυτός της Κυριακής, αν και είχε ορισμένα θύματα και καταστροφές μπορούσες να πεις ότι ήταν προειδοποιητικός. Την Τρίτη μας βρίσκει ένας αρκετά μεγαλύτερος σεισμός με πολλά θύματα και καταστροφές και στη φυλακή άρχισαν να γκρεμίζονται τα διάφορα μέρη. Ξεσηκωθήκαμε. Βγήκαμε στα παράθυρα, στο προαύλιο και φωνάζαμε να μας βγάλουν έξω. Αυτοί διστάζανε, δεν αναλαμβάνανε την ευθύνη κανένας, ούτε Εισαγγελέας, ούτε κανείς άλλος. Τελικά ανέλαβε την ευθύνη ο Διευθυντής των φυλακών, κάποιος Μπουζάκης, που ήταν παλιοτόμαρο, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ανέλαβε την ευθύνη να μας βγάλει έξω με την υποχρέωση να έχουμε στη μέση τους ποινικούς κρατούμενους για να μη φύγουν.

Μας βγάλανε σε ένα αλσύλλιο στην παραλία και εκεί στήσαμε τα καζάνια και τις σκηνές (…). Εγώ ήμουνα, ας πούμε, κηδεμόνας του Φώτη Αγγουλέ, τον είχα υπό την προστασία μου γιατί ήταν άρρωστος. Είχε το στομάχι του και μέχρι που ήμασταν στο αναρρωτήριο του έφτιαχνα «μουχαλεμπί», γιατί ήταν μεσανατολίτης και είχε μελετήσει πολλά πράγματα και ήξερε από «αράπικα φαγητά», ήθη και έθιμα, συνταγές μαγειρικής κ.λπ. Μουχαλεμπί, ήτανε ρυζάρευλο και το έκανα χυλό και αυτό μόνο μπορούσε να φάει. Όταν βγήκαμε έξω (σ.σ. στο αλσύλλιο), αναγκαστικά έφαγε και ρέγκα και τυρί. (…).

ιγ) Στις φυλακές Αλικαρνασσού στο Ηράκλειο Κρήτης

Τον Αύγουστο 9, 11 και 13, αν θυμάμαι καλά γίνανε οι σεισμοί, εμείς φύγαμε στις 17 Αυγούστου 1953. Νομίζω ότι στις φυλακές Αλικαρνασσού στο Ηράκλειο Κρήτης, ήταν μέχρι τότε γυναικείες και τις αδειάσανε και στείλανε εμάς. Εκεί οι φυλακές είναι τριώροφες σε σχήμα Π, με κοινό προαύλιο εσωτερικό, ένα διάδρομο και τα κελιά επάνω και όταν κοιτάζεις νομίζεις ότι είναι στον «αέρα» το κτίριο. Στην πορεία μας χωρίσανε και αυτούς που θεωρούσανε στελέχη τους πήγαιναν στις φυλακές Καλάμι Χανίων, το λεγόμενο Ιτζεδίν και εκεί στείλανε τον Τηλέμαχο Μεταξωτό, πάντως στην Αλικαρνασσό δεν ήταν. (…) Ύστερα από λίγο καιρό μας πήρανε και φέρανε άλλους από τις φυλακές της Κέρκυρας και μας πάνε στις φυλακές Τρικάλων, το 1954.

ιδ) Στις φυλακές Τρικάλων

Στα Τρίκαλα η φυλακή ήταν διώροφη και στον επάνω όροφο, που ήταν 2-3 θάλαμοι μεγάλοι που όμως είχαν υποστεί τεράστιες ρωγμές από το σεισμό του 1953 και τον είχανε βγάλει ακατάλληλο. Κάτω 2 θάλαμοι μεγάλοι, για 50-60 άτομα ο καθένας, τους είχαν βγάλει κατάλληλους και μας χώσανε εκεί μέσα. Εκεί τα κρεβάτια ήταν κολλητά με ένα μικρό διάδρομο και εκεί αν κούναγε ένας το κρεβάτι κουνιόταν όλα και ορισμένοι που είχαν πάθει σοκ από το σεισμό της Κεφαλονιάς, πεταγόταν επάνω… σεισμός , σεισμός!!!

Κάθε μέρα στα Τρίκαλα το πειθαρχείο ήταν γεμάτο, γιατί δε σταματήσαμε τις φωνές και τις διαμαρτυρίες ότι η φυλακή είναι ακατάλληλη. Τουλάχιστον να μας άνοιγαν τις πόρτες, μας είχαν συνέχεια κλεισμένους στους θαλάμους. Αλλά είχε και ένα προσωπικό απαίσιο, εκεί οι φύλακες και ο αρχιφύλακας ήτανε βασανιστές το ΄47 με ΄49, τότε την περίοδο των μεγάλων εκτελέσεων. Ήταν εκτελεστές και δολοφόνοι και μάλιστα, προτού τους πάνε για εκτέλεση τους κατάδικους, τους μαχαίρωναν. Τέτοια καθάρματα ήταν. Βρήκαμε ένα καθεστώς χειρότερο από της Κέρκυρας (…). Καθίσαμε γύρω στους 6 μήνες και το 1955 μας παίρνουν από εκεί και μας πάνε στη Χαλκίδα.

ιε) Στις φυλακές Χαλκίδας

Στις φυλακές Χαλκίδας βρήκαμε ένα καθεστώς ανέλπιστο. Κάθε πρωί έμπαινε ο Διευθυντής μέσα στους θαλάμους, να μας χαιρετήσει και να μας ρωτήσει αν έχουμε κανένα παράπονο. Μαζί με τον αρχιφύλακα και την κουστωδία του. Αποστόλου λέγανε τον Διευθυντή, Μια συμπεριφορά, κυριολεκτικά, άψογη. Μας επέτρεψαν να στήσουμε μέσα καντίνα. Να βγαίνει ένας άνθρωπος δικός μας έξω να ψωνίζει. Έπαιρνε παραγγελίες και επειδή είχαμε μερικά χρήματα γιατί δεν μας αφήνανε στις άλλες φυλακές να ψωνίσουμε, τα μαζεύαμε.Εμένα μου στέλνανε που και που καμιά επιταγή, συνήθως ένα 50αρικο, είτε ο θείος μου ο Στέλιος από το Μανταμάδο, είτε η θεία μου… και έτσι «είχαμε» και ξοδεύαμε στη Χαλκίδα. (…) Εκεί κάθισα μέχρι το 1962 και από εκεί στην Αίγινα. Οι συνθήκες άρχιζαν να αλλάζουν.

ιστ) Τα «επαγγέλματά» μου στις φυλακές

Στη φυλακή έκανα και διάφορα επαγγέλματα, δεν καθόμουνα, μέχρι και γανωτής έγινα. Είχαμε ένα γανωματή και επειδή τον απόλυσαν με έστειλε η ομάδα και έμαθα το γάνωμα καζανιών. Έκανα βιβλιοδέτης, έφτιαχνα πανόδετα βιβλία. Μετά είχα γίνει κουρέας στην Κέρκυρα όπως και στη Χαλκίδα όπου ανέλαβα κουρέας σε όλη τη φυλακή, είχα και βοηθό… έγινα αρχιμάστορας!!!
Στην Χαλκίδα παίρναμε εφημερίδα τη διαβάζαμε ομαδικά σε κάθε θάλαμο. Ήμασταν 5 θάλαμοι. Άλλοι το βράδυ, άλλοι το μεσημέρι ή με την αύριο διαβαζόταν η εφημερίδα. Εκεί διαπίστωσα ότι δεν ακούω και από το ένα μου το αυτί, γιατί διαβάζαμε στην εφημερίδα, την «ΑΥΓΗ», όλα τα ενδιαφέροντα και στο τέλος πια, διαβάζαμε τις αγγελίες και τα θέατρα… με τις ώρες όμως νύσταζες, σε νανούριζε το διάβασμα και κοιμόσουνα. Μια φορά είχα ακουμπήσει το αυτί μου στο μαξιλάρι, έβλεπα τα χείλια αυτού που διάβαζε αλλά δεν άκουγα τι έλεγε και έτσι διαπίστωσα ότι είχα κουκουλώσει το καλό μου το αυτί και ότι το άλλο δεν άκουγε.

ιζ) Στις φυλακές της Αίγινας

Το 1962 μας παίρνουν από εκεί πέρα, από την Χαλκίδα, πρέπει να ήταν Άνοιξη, πήρανε τους ισοβίτες και παρότι ήμουνα κουρέας και με χρειαζότανε και μας πήγανε στις φυλακές της Αίγινας. Εκεί είχε άνω από χίλιους κρατούμενους. Οι ακτίνες ήταν μεγάλες. Σε μια ακτίνα είχαν όλα τα στελέχη. Μέλη της ΚΕ, αυτοί που είχαν έρθει απ΄ έξω, οι Λουλές, Τρικαλινός, Φλωράκης, Αμπατιέλος κ.α. τους είχαν σε ξεχωριστή ακτίνα.

Εκεί μου δώσανε χάρη. Είχανε κάνει μια καλή έκθεση ο Διοικητής από τη Χαλκίδα. Μάλιστα με παρακίνησαν και άλλοι να κάνω αίτηση χάριτος μια και οι άλλοι είχανε κάνει. Εκεί που ξύριζα μια μέρα το Διευθυντή μου λέει: «Έχεις υποβάλει αίτηση χάριτος;», «Όχι» του λέω. «Να υποβάλεις». Τους το είπα στην ομάδα συμβίωσης και μου είπαν να υποβάλλω, άλλωστε δε χάνεις και τίποτα. Με χάρη η ποινή μου από ισόβια έπεσε στα 20 χρόνια.

Στην Αίγινα είχαμε κάθε λίγο και λιγάκι εφόδους. Κάνανε έρευνες και διάφορα τέτοια για να βρούνε βιβλία και διάφορα έντυπα που τα θεωρούσανε απαγορευμένα.
Βιβλιοαποθηκάριος ήτανε ο Αριστείδης Αγγελίδης, καθηγητής από την Καλλονή αυτός διαχειριζόταν την βιβλιοθήκη. Τα απαγορευμένα βιβλία τα είχαν κλειδώσει κάπου και τα άλλα όποιος ήθελε δανειζόταν να διαβάσει…

Κύλησε έτσι η κατάσταση…

Είχαμε ορισμένες απεργίες, αναφορές και διαμαρτυρίες σχεδόν κάθε μέρα. Μετά το Νοέμβρη του 1963, με την πρώτη κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου που είχε υποσχεθεί αμνηστία άρχισαν να αποφυλακίζουν κρατούμενους αλλά με το σταγονόμετρο. Υπουργός δικαιοσύνης ήταν ο Παπασπύρου και έβγαλε τους κρατούμενους που ήταν γύρω από τη Θήβα, την Κωπαίδα, δηλαδή από τα μέρη που καταγόταν και έβγαινε βουλευτής.

Μετά ξαναγίνανε εκλογές στις 16 Φλεβάρη 1964. Πάλι το ίδιο σύνθημα αυτοί. Θα απελευθερώσουνε τους κρατούμενους, αμνηστία και διάφορα τέτοια. Σχηματίζουν Κυβέρνηση χωρίς να μας βγάλουν. Τότε εντάθηκαν οι κινητοποιήσεις και μέσα στη φυλακή και από τους συλλόγους. Είχε μάλιστα δημιουργηθεί ο Σύλλογος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων. Η Ε.Δ.Α. είχε δραστηριοποιηθεί. Η Μπέτυ Αμπατιέλου, σύζυγος του συγκρατούμενού μας Αντώνη, είχε δραστηριοποιηθεί στο Λονδίνο. Είχε οργανώσει Έλληνες και Κύπριους και έκανε διάφορες κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες και γενικά έκανε διάφορα «ντου» με αποκορύφωμα αυτό με τη Φρειδερίκη και έτσι ζοριστήκανε πολύ και όμως μας έβγαζαν με το σταγονόμετρο.

Το 1964, μετά τις εκλογές, αφού είδαμε ότι δε γινόταν τίποτα κατεβήκαμε σε εβδομαδιαία απεργία με αποχή από το συσσίτιο και διαμαρτυρία με τα χωνιά από τα παράθυρα των φυλακών. Τελικά τον Απρίλη του 1964, με υπουργό Δικαιοσύνης τον Πολυχρονίδη, αποφασίσανε να αποφυλακίσουνε όλους σχεδόν τους πολιτικούς κρατούμενους με υπό όρους απόλυση, σύμφωνα με τον νόμο 2058 που έφτιαξε ο Πλαστήρας για να μειώσει τις ποινές και έτσι μας αποφυλακίσανε. Παραμονή του Πάσχα και συγκεκριμένα Μ. Παρασκευή του 1964.

Μέχρι το 1954 οι περισσότερες φυλακές ήταν κολαστήρια με εκτελέσεις, βασανιστήρια, τιμωρίες, στερήσεις. Μετά το 1954 σε ελάχιστες φυλακές μας φερνόταν κάπως πιο ανθρώπινα. Μια από αυτές ήταν και οι φυλακές της Χαλκίδας. Αν ρωτάτε πως αντέξαμε σε αυτές τις καταστάσεις είναι γιατί, είχαμε πίστη στον Αγώνα μας και τις κακουχίες τις αντιμετωπίζαμε ομαδικά, μαχητικά και αγωνιστικά, αψηφώντας τις συνέπειες και πολλές φορές τους αναγκάζαμε μια σειρά καταπιεστικά μέτρα να τα πάρουν πίσω.

Πηγή: "Αριστερά στην Μυτιλήνη"  

Η ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου


ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ

Η Αγία Παρασκευή βρίσκεται στο κέντρο περίπου της Λέσβου, έχοντας το πλεονέκτημα ενός ικανοποιητικού οδικού δικτύου. Αυτό απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από τρεις δρόμους. Ο ένας από αυτούς, ο κύριος, είναι παρακλάδι της Εθνικής Οδού Μυτιλήνης-Σιγρίου. Ο δεύτερος είναι παρακλάδι του δρόμου Καλλονής-Πέτρας, και ο τρίτος του δρόμου Μυτιλήνης-Μανταμάδου. Απέχει τέσσερα χιλιόμετρα από την πλησιέστερη ακτή, τον Κόλπο Καλλονής.

Το χωριό είναι χτισμένο σε λεκανοπέδιο, που περιβάλλεται από χαμηλά βουνά φυτεμένα με ελιές, και μικρούς γυμνούς λόφους. Το σύνολο σχεδόν του οικισμού αποτελείται από αγροτικά και αστικά σπίτια χτισμένα με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Λέσβου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το κτήριο των Εκπαιδευτηρίων, το Δημαρχείο και η Εκκλησία. Στην είσοδο του χωριού υπάρχουν παλιά βιομηχανικά κτήρια, κυρίως ελαιοτριβεία. Ένα από αυτά έχει αναπαλαιωθεί και στεγάζει πρότυπο βιομηχανικό μουσείο, το Μουσείο της Ελιάς.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΜΑΣ

Το πανηγύρι του Ταύρου

Το πανηγύρι του Ταύρου είναι το σημαντικότερο λαϊκό δρώμενο της κοινότητας Αγίας Παρασκευής Λέσβου και συνδυάζει ποικιλία εκδηλώσεων που διαπλέκονται γύρω από το τελετουργικό της ταυροθυσίας. Το πανάρχαιο αυτό έθιμο αναβίωσε στις αρχές του περασμένου αιώνα και καθιερώθηκε σαν ευλαβική προσφορά μνήμης στον Άγιο Χαράλαμπο, τον προστάτη του Ισναφιού (συντεχνία) των Ζευγάδων.

Το Ισνάφι, που ιδρύθηκε το 1774 γι αν προασπίσει τα συμφέροντα των αγροτών της κοινότητας που περισσότεροι ήταν ζευγάδες, υπήρξε το πρώτο σωματείο στην Αγία Παρασκευή. Όπως αναφέρει η λαϊκή παράδοση, το πανηγύρι τιμά τον Άγιο που στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας έσωσε έναν Αγιοπαρασκευώτη ζευγά, τον Μαλομύτη, που είχε χάσει το ταυρί του στη περιοχή του ξωκλησιού του Αγίου, από τα χέρια του τούρκου λήσταρχου της περιοχής.
Το πανηγύρι καθιερώθηκε να γίνεται χωρίς διακοπή από το Ισνάφι και τα έσοδα του να διατίθενται για το κοινό όφελος των κατοίκων.

Μαζί με τη προσφορά θυσίας του ταύρου (κουρμπάνι) και την λειτουργία στο ξωκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους διεξάγονται ιππικοί αγώνες, και μοιράζεται το κεσκέτσι, το κρέας του ταύρου που βράζει με κρεμμύδια και στάρι σε μεγάλα καζάνι κατά τη διάρκεια της νύχτας, έξω απ’ το ξωκλήσι.

Στις πολυήμερες εκδηλώσεις που γίνονται από Παρασκευή έως και Δευτέρα, στα μέσα Ιουνίου συνήθως, σημαντική θέση κατέχουν οι χοροί και τα τραγούδια καθώς και οι λαϊκές κομπανίες που παίζουν Λεσβιακούς Αγιοπαρασκευώτικους και Μικρασιατικούς σκοπούς.

Το πανηγύρι του Ταύρου που συμπίπτει χρονικά με το μέστωμα της Άνοιξης και την προετοιμασία των αγροτικών εργασιών του θερισμού είναι από τα πιο ενδιαφέροντα τεκμήρια επιβίωσης παγανιστικών λατρευτικών εθίμων και του συνδυασμού τους με τις χριστιανικές λαϊκές παραδόσεις.
Το πανηγύρι του Ταύρου είναι στενά συνυφασμένο με την ζωή και την ιστορία των κατοίκων της Αγίας Παρασκευής.
Αποτελεί το σημαντικότερο κοινωνικό γεγονός του χωριού και είναι αφορμή συνάντησης και επιστροφής στην πατρίδα των απανταχού Αγιοπαρασκευωτών.

Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΟ F/B

ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ


Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς;
Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ' όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι' αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους.

Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε.

Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιατους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ; ...

...Αυτοί που πούλησαν τις γυναίκες και τις αδελφές στον κατακτητή, για να κάνουν τα νταραβέρια μαζί του, και μας σκλάβωσαν διπλά, αυτοί πάνε τώρα να μας πείσουν ότι είναι οι κέρβεροι της τιμής και της ηθικής! Μ' αυτά τα μέσα προσπαθούν να εξαπατήσουν το λαό για να συνεχίσουν το ξεζούμισμα και την εκμετάλλευσή του. Και πολλές φορές το καταφέρνουν αυτό και μας πείθουν μάλιστα ότι έτσι είναι όπως τα λένε»...

-Από τον ιστορικό λόγο του Αρη Βελουχιώτη στην Λαμία

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Α.Ο ΔΙΑΓΟΡΑΣ

Α.Ο ΔΙΑΓΟΡΑΣ

ΤΑ ΒΙΝΤΕΟ ΜΟΥ