Σαν σήμερα, το 1934 έφυγε απ' την ζωή ο μεγάλος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011 ·

Σαν σήμερα, το 1934 έφυγε από τη ζωή μόνος και σχεδόν άγνωστος ακόμα, ο Θεόφιλος, ο εξαιρετικός λαϊκός ζωγράφος που απαθανάτισε θρύλους και παραδόσεις, καθημερινές στιγμές από την ελληνική πραγματικότητα με το μοναδικό του προσωπικό ύφος που καθιστά τα έργα του από τα πλέον αναγνωρίσιμα της ελληνικής ζωγραφικής. Αυτοδίδακτος καλλιτέχνης κατέληξε να γίνει ο αναγνωριστεί ως ο σπουδαιότερος λαϊκός καλλιτέχνης της Ελλάδας – το ταλέντο του οποίου όμως αναγνωρίστηκε μοναχά μετά θάνατον.

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, γνωστός απλά ως Θεόφιλος, γεννήθηκε στη Βαρειά της Λέσβου, μεταξύ του 1867 και 1870, πρώτο παιδί μια φτωχής οικογένειας που απέκτησε άλλα επτά στη συνέχεια. Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική εκδηλώθηκε από νωρίς και φέρεται να ήταν αντιστρόφως ανάλογο με την απόδοσή του στα σχολικά θρανία. Τα βιογραφικά στοιχεία για το Θεόφιλο είναι σκόρπια και ασαφή. Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες έφυγε από το νησί σε ηλικία 18 περίπου ετών και πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του στη Σμύρνη. Από την μικρασιατική πόλη έφυγε ύστερα από κάποιο επεισόδιο για να φτάσει στην Αθήνα, όπου κατά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 επιχείρησε να καταταγεί στο στρατό, χωρίς όμως να γίνει δεκτός.

Από εκεί φεύγει για τη Μαγνησία, όπου θα περάσει περί τα 30 χρόνια της ζωής του, και θα αφήσει πλήθος σημαντικών έργων του. Ζωγραφίζει σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια, στο χωριό Μηλιές φιλοτεχνεί την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, αλλά και πολλά σπίτια, ελαιοτριβεία, φούρνους, μύλους κ.α. Στο Βόλο ζωγραφίζει και πλήθος επιγραφών στα προσφυγικά των εκδιωχθέντων από την Μικρά Ασία. Δυστυχώς, πολλά από τα έργα του έχουν καταστραφεί είτε από σεισμούς και πυρκαγιές, είτε από κατεδαφίσεις και αμέλεια.

«…Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ’ αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις -έχω υπ’ όψη μου μερικά θαυμάσια έργα- έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία. Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τeriade, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. εδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα...», έγραψε για το έργο του Θεόφιλου, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης.

Ο Θεόφιλος φέρεται να είχε και έντονη συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα της περιοχής, με την διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές ενώ την περίοδο της Αποκριάς, συνήθιζε να κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο άλλοτε ντυμένος ως Μεγαλέξανδρος, με μακεδονική φάλαγγα μαθητές σχολείων, και άλλοτε ως ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος.

Υπήρξε πάντοτε ιδιαίτερα φτωχός, και συχνά ζωγράφιζε τοίχους καφενείων ή σπιτιών για ένα κερδίσει ένα πιάτο φαγητό. Εξίσου συχνά έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης ειδικά λόγω της επιλογής του, από μια ηλικία και μετά, να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως οι ήρωες που απεικόνιζαν τα έργα του.

Το 1927, ο Θεόφιλος επέστρεψε στη Λέσβο και ένα περίπου χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με τον τεχνοκριτικό και έμπορο έργων τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη – Teriade, μια γνωριμία που συνέβαλλε αρχικά στη βελτίωση των συνθηκών επιβίωσής του και μετέπειτα (δυστυχώς μετά θάνατον) στην σταδιακή αναγνώριση του έργου του ώσπου το υπουργείο Πολιτισμού χαρακτήρισε το έργο του «χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας». Ο Θεόφιλος πέθανε στις 24 Μαρτίου του 1934, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση.

Ως το Σεπτέμβριο του 1935, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του, μνεία στο όνομά του γίνεται μόνο σε μερικά δημοσιογραφικά κείμενα στην Αθήνα, τη Μυτιλήνη και το Βόλο. Στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου δημοσιεύεται στα Αθηναϊκά Νέα μια συνέντευξη του Teriade με τίτλο «Μια καλλιτεχνική ανακάλυψη. Ένας άγνωστος μεγάλος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ» και την επόμενη χρονιά οργανώνεται από τον Teriade έκθεση έργων του στο Παρίσι. Ο Τάκης Μπαρλάς αποκαλεί τον Θεόφιλο «Παπαδιαμάντη της ζωγραφικής» ενώ ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος το 1947 μιλάει για τον καλλιτέχνη σε έκθεση έργων του στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών, τον συσχετίζει με τον Μακρυγιάννη. Σύντομα, το όνομα και το έργο του ταξιδεύει σε πολλές γωνιές του κόσμου.

Ο Οδυσσέας Ελύτης, έγραψε: «Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, τη μεγάλη αφίσα της Έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο».

Η ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου


ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ

Η Αγία Παρασκευή βρίσκεται στο κέντρο περίπου της Λέσβου, έχοντας το πλεονέκτημα ενός ικανοποιητικού οδικού δικτύου. Αυτό απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από τρεις δρόμους. Ο ένας από αυτούς, ο κύριος, είναι παρακλάδι της Εθνικής Οδού Μυτιλήνης-Σιγρίου. Ο δεύτερος είναι παρακλάδι του δρόμου Καλλονής-Πέτρας, και ο τρίτος του δρόμου Μυτιλήνης-Μανταμάδου. Απέχει τέσσερα χιλιόμετρα από την πλησιέστερη ακτή, τον Κόλπο Καλλονής.

Το χωριό είναι χτισμένο σε λεκανοπέδιο, που περιβάλλεται από χαμηλά βουνά φυτεμένα με ελιές, και μικρούς γυμνούς λόφους. Το σύνολο σχεδόν του οικισμού αποτελείται από αγροτικά και αστικά σπίτια χτισμένα με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Λέσβου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το κτήριο των Εκπαιδευτηρίων, το Δημαρχείο και η Εκκλησία. Στην είσοδο του χωριού υπάρχουν παλιά βιομηχανικά κτήρια, κυρίως ελαιοτριβεία. Ένα από αυτά έχει αναπαλαιωθεί και στεγάζει πρότυπο βιομηχανικό μουσείο, το Μουσείο της Ελιάς.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΜΑΣ

Το πανηγύρι του Ταύρου

Το πανηγύρι του Ταύρου είναι το σημαντικότερο λαϊκό δρώμενο της κοινότητας Αγίας Παρασκευής Λέσβου και συνδυάζει ποικιλία εκδηλώσεων που διαπλέκονται γύρω από το τελετουργικό της ταυροθυσίας. Το πανάρχαιο αυτό έθιμο αναβίωσε στις αρχές του περασμένου αιώνα και καθιερώθηκε σαν ευλαβική προσφορά μνήμης στον Άγιο Χαράλαμπο, τον προστάτη του Ισναφιού (συντεχνία) των Ζευγάδων.

Το Ισνάφι, που ιδρύθηκε το 1774 γι αν προασπίσει τα συμφέροντα των αγροτών της κοινότητας που περισσότεροι ήταν ζευγάδες, υπήρξε το πρώτο σωματείο στην Αγία Παρασκευή. Όπως αναφέρει η λαϊκή παράδοση, το πανηγύρι τιμά τον Άγιο που στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας έσωσε έναν Αγιοπαρασκευώτη ζευγά, τον Μαλομύτη, που είχε χάσει το ταυρί του στη περιοχή του ξωκλησιού του Αγίου, από τα χέρια του τούρκου λήσταρχου της περιοχής.
Το πανηγύρι καθιερώθηκε να γίνεται χωρίς διακοπή από το Ισνάφι και τα έσοδα του να διατίθενται για το κοινό όφελος των κατοίκων.

Μαζί με τη προσφορά θυσίας του ταύρου (κουρμπάνι) και την λειτουργία στο ξωκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους διεξάγονται ιππικοί αγώνες, και μοιράζεται το κεσκέτσι, το κρέας του ταύρου που βράζει με κρεμμύδια και στάρι σε μεγάλα καζάνι κατά τη διάρκεια της νύχτας, έξω απ’ το ξωκλήσι.

Στις πολυήμερες εκδηλώσεις που γίνονται από Παρασκευή έως και Δευτέρα, στα μέσα Ιουνίου συνήθως, σημαντική θέση κατέχουν οι χοροί και τα τραγούδια καθώς και οι λαϊκές κομπανίες που παίζουν Λεσβιακούς Αγιοπαρασκευώτικους και Μικρασιατικούς σκοπούς.

Το πανηγύρι του Ταύρου που συμπίπτει χρονικά με το μέστωμα της Άνοιξης και την προετοιμασία των αγροτικών εργασιών του θερισμού είναι από τα πιο ενδιαφέροντα τεκμήρια επιβίωσης παγανιστικών λατρευτικών εθίμων και του συνδυασμού τους με τις χριστιανικές λαϊκές παραδόσεις.
Το πανηγύρι του Ταύρου είναι στενά συνυφασμένο με την ζωή και την ιστορία των κατοίκων της Αγίας Παρασκευής.
Αποτελεί το σημαντικότερο κοινωνικό γεγονός του χωριού και είναι αφορμή συνάντησης και επιστροφής στην πατρίδα των απανταχού Αγιοπαρασκευωτών.

Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΟ F/B

ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ


Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς;
Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ' όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι' αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους.

Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε.

Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιατους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ; ...

...Αυτοί που πούλησαν τις γυναίκες και τις αδελφές στον κατακτητή, για να κάνουν τα νταραβέρια μαζί του, και μας σκλάβωσαν διπλά, αυτοί πάνε τώρα να μας πείσουν ότι είναι οι κέρβεροι της τιμής και της ηθικής! Μ' αυτά τα μέσα προσπαθούν να εξαπατήσουν το λαό για να συνεχίσουν το ξεζούμισμα και την εκμετάλλευσή του. Και πολλές φορές το καταφέρνουν αυτό και μας πείθουν μάλιστα ότι έτσι είναι όπως τα λένε»...

-Από τον ιστορικό λόγο του Αρη Βελουχιώτη στην Λαμία

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Α.Ο ΔΙΑΓΟΡΑΣ

Α.Ο ΔΙΑΓΟΡΑΣ

ΤΑ ΒΙΝΤΕΟ ΜΟΥ